φιλοτεχνέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$3$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[φιλοτεχνῶ]], [[φιλοτεχνέω]], ΝΜΑ [[φιλότεχνος]]<br />[[ασκώ]] την [[τέχνη]] μου με ζήλο και [[αγάπη]] («εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾱς καὶ Ἡφαίστου [[οἴκημα]] τὸ κοινόν, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] ή [[επεξεργάζομαι]] [[κάτι]] με πολλή [[τέχνη]], με [[δεξιοτεχνία]]<br /><b>2.</b> [[δημιουργώ]] ένα [[έργο]] τέχνης («τον ανδριάντα φιλοτέχνησε ο [[καλλιτέχνης]]...»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συζητώ]] για την [[τέχνη]], [[δείχνω]] [[ενδιαφέρον]] για την [[τέχνη]] («εὑρησιλογῶν καὶ φιλοτεχνῶν πρὸς τοὺς τορευτὰς καὶ τοὺς ἄλλους τεχνίτας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χρησιμοποιώ]] τεχνάσματα, πανουργίες («οἱ πολιουρκούμενοι πρὸς ἀλλήλους εἰώθασιν ἀντιμηχανᾶσθαι καὶ [[φιλοτεχνεῖν]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επινοώ]], [[εφευρίσκω]]<br /><b>4.</b> (με απρμφ.) [[κατορθώνω]] με την [[τέχνη]] ώστε να... («ἐφιλοτέχνησαν [[πλῆθος]] ἰχθύων ἐν αὐτῇ ποιῆσαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[φιλοτεχνοῦμαι]], [[φιλοτεχνέομαι]]<br />(<b>για πράγμ.</b>) με ειδική [[επεξεργασία]] [[γίνομαι]] [[κατάλληλος]] για [[κάτι]] («[[στόμιον]]... πεφιλοτεχνημένον πρὸς ταύτην τὴν ὀξύτητα», <b>Διόδ.</b>).
|mltxt=[[φιλοτεχνῶ]], [[φιλοτεχνέω]], ΝΜΑ [[φιλότεχνος]]<br />[[ασκώ]] την [[τέχνη]] μου με ζήλο και [[αγάπη]] («εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾱς καὶ Ἡφαίστου [[οἴκημα]] τὸ κοινόν, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] ή [[επεξεργάζομαι]] [[κάτι]] με πολλή [[τέχνη]], με [[δεξιοτεχνία]]<br /><b>2.</b> [[δημιουργώ]] ένα [[έργο]] τέχνης («τον ανδριάντα φιλοτέχνησε ο [[καλλιτέχνης]]...»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συζητώ]] για την [[τέχνη]], [[δείχνω]] [[ενδιαφέρον]] για την [[τέχνη]] («εὑρησιλογῶν καὶ φιλοτεχνῶν πρὸς τοὺς τορευτὰς καὶ τοὺς ἄλλους τεχνίτας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χρησιμοποιώ]] τεχνάσματα, πανουργίες («οἱ πολιουρκούμενοι πρὸς ἀλλήλους εἰώθασιν ἀντιμηχανᾶσθαι καὶ [[φιλοτεχνεῖν]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επινοώ]], [[εφευρίσκω]]<br /><b>4.</b> (με απρμφ.) [[κατορθώνω]] με την [[τέχνη]] ώστε να... («ἐφιλοτέχνησαν [[πλῆθος]] ἰχθύων ἐν αὐτῇ ποιῆσαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[φιλοτεχνοῦμαι]], [[φιλοτεχνέομαι]]<br />(<b>για πράγμ.</b>) με ειδική [[επεξεργασία]] [[γίνομαι]] [[κατάλληλος]] για [[κάτι]] («[[στόμιον]]... πεφιλοτεχνημένον πρὸς ταύτην τὴν ὀξύτητα», <b>Διόδ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοτεχνέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[заниматься искусством]] (τὸ [[οἴκημα]], ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην, sc. [[Ἣφαιστος]] καὶ [[Ἀθηνᾶ]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[искусно действовать]]: φ. περί τι Plut. искусно использовать что-л.; κινεῖν τὸν ἀκροατὴν φιλοτεχνῶν Plut. умеющий искусно волновать аудиторию; [[ἀμωσγέπως]] στρέφεσθαι καὶ φ. Plut. всячески изворачиваться и стараться; πεφιλοτεχνημένος πρός τι Diod. ловко устроенный для какой-л. цели; ἐφιλοτέχνησαν [[πλῆθος]] ἰχθύων ποιῆσαι Diod. они ухитрились развести множество рыбы.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοτεχνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αγαπώ]] την [[τέχνη]], [[ασκώ]] μια [[τέχνη]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''φῐλοτεχνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αγαπώ]] την [[τέχνη]], [[ασκώ]] μια [[τέχνη]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοτεχνέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[заниматься искусством]] (τὸ [[οἴκημα]], ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην, sc. [[Ἣφαιστος]] καὶ [[Ἀθηνᾶ]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[искусно действовать]]: φ. περί τι Plut. искусно использовать что-л.; κινεῖν τὸν ἀκροατὴν φιλοτεχνῶν Plut. умеющий искусно волновать аудиторию; [[ἀμωσγέπως]] στρέφεσθαι καὶ φ. Plut. всячески изворачиваться и стараться; πεφιλοτεχνημένος πρός τι Diod. ловко устроенный для какой-л. цели; ἐφιλοτέχνησαν [[πλῆθος]] ἰχθύων ποιῆσαι Diod. они ухитрились развести множество рыбы.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλοτεχνέω, fut. -ήσω<br />to [[love]] art, [[practise]] an art, Plat.
|mdlsjtxt=φῐλοτεχνέω, fut. -ήσω<br />to [[love]] art, [[practise]] an art, Plat.
}}
}}