3,277,241
edits
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1286.png Seite 1286]] eine Kunst lieben, üben, Plat. Prot. 321 e; künstlich arbeiten, Sp.; – eine Kunst, List brauchen, anwenden, Plut. adv. Stoic. 41, Pol. 16, 30, 2; Etwas durch Kunst bewirken, c. inf., ἐφιλοτέχνησαν [[πλῆθος]] ἰχθύων ἐν αὐτῇ ποιῆσαι, sie wußten durch Kunst eine Menge Fische darin zu unterhalten, D. Sic. 13, 82; a. Sp; – φιλοτεχνεῖν [[ὑπέρ]] τινος [[πρός]] τινα, als Künstler über Etwas zu Einem sprechen, Ael. V. H. 2, 2; καὶ εὑρεσιλογῶν πρὸς τοὺς τορευτάς Ath. V, 193 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1286.png Seite 1286]] eine Kunst lieben, üben, Plat. Prot. 321 e; künstlich arbeiten, Sp.; – eine Kunst, List brauchen, anwenden, Plut. adv. Stoic. 41, Pol. 16, 30, 2; Etwas durch Kunst bewirken, c. inf., ἐφιλοτέχνησαν [[πλῆθος]] ἰχθύων ἐν αὐτῇ ποιῆσαι, sie wußten durch Kunst eine Menge Fische darin zu unterhalten, D. Sic. 13, 82; a. Sp; – φιλοτεχνεῖν [[ὑπέρ]] τινος [[πρός]] τινα, als Künstler über Etwas zu Einem sprechen, Ael. V. H. 2, 2; καὶ εὑρεσιλογῶν πρὸς τοὺς τορευτάς Ath. V, 193 d. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>en b. part</i>;<br /><b>1</b> faire avec art, disposer <i>ou</i> exécuter habilement : [[περί]] [[τι]] s'occuper avec goût <i>ou</i> en connaisseur de qch;<br /><b>2</b> parler avec goût, en connaisseur : [[ὑπέρ]] τινος de qch;<br /><b>II.</b> <i>en mauv. part</i> imaginer un artifice, une ruse.<br />'''Étymologie:''' [[φιλότεχνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[φιλοτεχνῶ]], [[φιλοτεχνέω]], ΝΜΑ [[φιλότεχνος]]<br />[[ασκώ]] την [[τέχνη]] μου με ζήλο και [[αγάπη]] («εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾱς καὶ Ἡφαίστου [[οἴκημα]] τὸ κοινόν, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] ή [[επεξεργάζομαι]] [[κάτι]] με πολλή [[τέχνη]], με [[δεξιοτεχνία]]<br /><b>2.</b> [[δημιουργώ]] ένα [[έργο]] τέχνης («τον ανδριάντα φιλοτέχνησε ο [[καλλιτέχνης]]...»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συζητώ]] για την [[τέχνη]], [[δείχνω]] [[ενδιαφέρον]] για την [[τέχνη]] («εὑρησιλογῶν καὶ φιλοτεχνῶν πρὸς τοὺς τορευτὰς καὶ τοὺς ἄλλους τεχνίτας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χρησιμοποιώ]] τεχνάσματα, πανουργίες («οἱ πολιουρκούμενοι πρὸς ἀλλήλους εἰώθασιν ἀντιμηχανᾶσθαι καὶ [[φιλοτεχνεῖν]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επινοώ]], [[εφευρίσκω]]<br /><b>4.</b> (με απρμφ.) [[κατορθώνω]] με την [[τέχνη]] ώστε να... («ἐφιλοτέχνησαν [[πλῆθος]] ἰχθύων ἐν αὐτῇ ποιῆσαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[φιλοτεχνοῦμαι]], [[φιλοτεχνέομαι]]<br />(<b>για πράγμ.</b>) με ειδική [[επεξεργασία]] [[γίνομαι]] [[κατάλληλος]] για [[κάτι]] («[[στόμιον]]... πεφιλοτεχνημένον πρὸς ταύτην τὴν ὀξύτητα», <b>Διόδ.</b>). | |mltxt=[[φιλοτεχνῶ]], [[φιλοτεχνέω]], ΝΜΑ [[φιλότεχνος]]<br />[[ασκώ]] την [[τέχνη]] μου με ζήλο και [[αγάπη]] («εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾱς καὶ Ἡφαίστου [[οἴκημα]] τὸ κοινόν, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] ή [[επεξεργάζομαι]] [[κάτι]] με πολλή [[τέχνη]], με [[δεξιοτεχνία]]<br /><b>2.</b> [[δημιουργώ]] ένα [[έργο]] τέχνης («τον ανδριάντα φιλοτέχνησε ο [[καλλιτέχνης]]...»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συζητώ]] για την [[τέχνη]], [[δείχνω]] [[ενδιαφέρον]] για την [[τέχνη]] («εὑρησιλογῶν καὶ φιλοτεχνῶν πρὸς τοὺς τορευτὰς καὶ τοὺς ἄλλους τεχνίτας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χρησιμοποιώ]] τεχνάσματα, πανουργίες («οἱ πολιουρκούμενοι πρὸς ἀλλήλους εἰώθασιν ἀντιμηχανᾶσθαι καὶ [[φιλοτεχνεῖν]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επινοώ]], [[εφευρίσκω]]<br /><b>4.</b> (με απρμφ.) [[κατορθώνω]] με την [[τέχνη]] ώστε να... («ἐφιλοτέχνησαν [[πλῆθος]] ἰχθύων ἐν αὐτῇ ποιῆσαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[φιλοτεχνοῦμαι]], [[φιλοτεχνέομαι]]<br />(<b>για πράγμ.</b>) με ειδική [[επεξεργασία]] [[γίνομαι]] [[κατάλληλος]] για [[κάτι]] («[[στόμιον]]... πεφιλοτεχνημένον πρὸς ταύτην τὴν ὀξύτητα», <b>Διόδ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''φῐλοτεχνέω''': παθ. πρκμ. πεφιλοτέχνημαι. Ἀγαπῶ τὴν τέχνην, ἀσκῶ τέχνην τινά, ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τοῦ Ἡφαίστου, Πλάτ. Πρωταγ. 321Ε· [[περί]] τι Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 29. 7, Πλούτ., κλπ.· ὑπέρ τινος Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 2· φιλ. πρὸς τοὺς τεχνίτας, συζητῶ περὶ τέχνης μὲ τοὺς τεχνίτας, Πολύβ. 26. 10. 3, πρβλ. Πλούτ. 2. 142Β. ΙΙ. ποιοῦμαι χρῆσιν τέχνης ἢ τεχνασμάτων, Πολύβ. 16. 30, 2, Πλούτ. 2. 1050C, κλπ.· μετ’ ἀπαρ., 13. 82. ― Παθ., [[γίνομαι]] ἢ παρέχομαι διὰ τῆς τέχνης, τινι, μέ τι [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. 14. 80· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 3. 37· ― [[οὕτως]] ἔτι μεταγεν., ἐφιλοτέχναστό τι (ἐκ ῥήμ. -[[τεχνάζω]]), Ἰωσ. Γενέσιος 42Β. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |