χαλαστικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à relâcher, à détendre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[χαλάω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à relâcher, à détendre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[χαλάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰλαστικός:''' [[расслабляющий]] Plut., Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[χαλῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[χαλάρωση]], που ξεσφίγγει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που προκαλεί [[μείωση]] της έντασης («ὁ χαλαστικὸς [[τρόπος]] τῆς ἐπιμελείας», Σέξτ. Εμπ.).
|mltxt=-ή, -όν, Α [[χαλῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[χαλάρωση]], που ξεσφίγγει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που προκαλεί [[μείωση]] της έντασης («ὁ χαλαστικὸς [[τρόπος]] τῆς ἐπιμελείας», Σέξτ. Εμπ.).
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰλαστικός:''' [[расслабляющий]] Plut., Sext.
}}
}}