χαλαστικός

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλαστικός Medium diacritics: χαλαστικός Low diacritics: χαλαστικός Capitals: ΧΑΛΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chalastikós Transliteration B: chalastikos Transliteration C: chalastikos Beta Code: xalastiko/s

English (LSJ)

χαλαστική, χαλαστικόν, (χαλάω)
A fit for slackening or making supple, ἔλαιον σωμάτων χ. Sch.Il.23.281, cf. Plu.2.658e.
2 laxative, Gal.Sect.Intr.7; ὁ χ. τρόπος τῆς ἐπιμελείας S.E.P.2.240.

German (Pape)

[Seite 1327] zum Nachlassen, Abspannen, Erschlaffen gehörig, geschickt; S. Emp. pyrrh. 2, 240; Medic.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à relâcher, à détendre, gén..
Étymologie: χαλάω.

Russian (Dvoretsky)

χᾰλαστικός: расслабляющий Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλαστικός: -ή, -όν, (χαλάω) ὁ κατάλληλος πρὸς χαλάρωσιν ἢ ὁ ποιῶν τι χαλαρόν, μαλθακόν, ἔλαιον σωμάτων χ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 281, πρβλ. Πλούτ. 2. 658Ε. 2) ὁ ἐπιφέρων χάλασιν, χαλάρωσιν, Γαλην. 1. 86· ὁ χ. τρόπος τῆς ἐπιμελείας Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 240.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α χαλῶ
1. αυτός που προκαλεί χαλάρωση, που ξεσφίγγει
2. μτφ. αυτός που προκαλεί μείωση της έντασης («ὁ χαλαστικὸς τρόπος τῆς ἐπιμελείας», Σέξτ. Εμπ.).