χρηματιστικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la gestion <i>ou</i> la négociation des affaires ; <i>particul.</i> qui concerne les affaires d'argent.<br />'''Étymologie:''' χρηματίζομαι.
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la gestion <i>ou</i> la négociation des affaires ; <i>particul.</i> qui concerne les affaires d'argent.<br />'''Étymologie:''' χρηματίζομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''χρημᾰτιστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[предназначенный для совещаний]] ([[σκηνή]], [[πυλών]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[стяжательский]], [[торговый]], [[деловой]] ([[γένος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[предвещающий богатство]] ([[οἰωνός]] Xen.).<br /><b class="num">II</b> ὁ искатель наживы, делец Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρημᾰτιστικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην [[απόκτηση]] χρημάτων, ὁ [[χρηματιστικός]], [[άνθρωπος]] που ασχολείται με [[απόκτηση]] χρημάτων, σε Πλάτ.· χρηματιστικὸς [[οἰωνός]], [[οιωνός]] που προμηνεύει χρήματα, σε Ξεν.· <i>τὸ χρηματιστικόν</i>, η εμπορική [[τάξη]], σε Αριστ.· <i>ἡ χρηματιστική</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] να αποκτά [[κανείς]] χρήματα, [[εμπόριο]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''χρημᾰτιστικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην [[απόκτηση]] χρημάτων, ὁ [[χρηματιστικός]], [[άνθρωπος]] που ασχολείται με [[απόκτηση]] χρημάτων, σε Πλάτ.· χρηματιστικὸς [[οἰωνός]], [[οιωνός]] που προμηνεύει χρήματα, σε Ξεν.· <i>τὸ χρηματιστικόν</i>, η εμπορική [[τάξη]], σε Αριστ.· <i>ἡ χρηματιστική</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] να αποκτά [[κανείς]] χρήματα, [[εμπόριο]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρημᾰτιστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[предназначенный для совещаний]] ([[σκηνή]], [[πυλών]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[стяжательский]], [[торговый]], [[деловой]] ([[γένος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[предвещающий богатство]] ([[οἰωνός]] Xen.).<br /><b class="num">II</b> ὁ искатель наживы, делец Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj