ἀκατάκριτος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non condamné.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κατακρίνω]].
|btext=ος, ον :<br />non condamné.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κατακρίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατάκρῐτος:''' [[несудимый]]: ἀκατάκριτόν τινα μαστίζειν NT бичевать кого-л. без суда.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκατάκρῐτος:''' -ον ([[κατακρίνω]]), αυτός που δεν καταδικάσθηκε, που δεν κατακρίθηκε, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀκατάκρῐτος:''' -ον ([[κατακρίνω]]), αυτός που δεν καταδικάσθηκε, που δεν κατακρίθηκε, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκατάκρῐτος:''' [[несудимый]]: ἀκατάκριτόν τινα μαστίζειν NT бичевать кого-л. без суда.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj