Anonymous

ἀκατάκριτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάκριτος]], -ον) [[κατακρίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει καταδικαστεί<br /><b>2.</b> που δεν κατηγορήθηκε ή δεν μπορεί να κατακριθεί για τίποτέ<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀκατακρίτως</i><br />[[χωρίς]] [[κατάκριση]], ελεύθερα, άφοβα<br />«ἀκατακρίτως τολμᾱν ἐπικαλεῑσθαί σε» (Ιω. Χρυσόστομος).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάκριτος]], -ον) [[κατακρίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει καταδικαστεί<br /><b>2.</b> που δεν κατηγορήθηκε ή δεν μπορεί να κατακριθεί για τίποτέ<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀκατακρίτως</i><br />[[χωρίς]] [[κατάκριση]], ελεύθερα, άφοβα<br />«ἀκατακρίτως τολμᾱν ἐπικαλεῖσθαί σε» (Ιω. Χρυσόστομος).
}}
}}
{{lsm
{{lsm