3,273,445
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>sert de Cp. à</i> [[ἀγαθός]];<br />meilleur, plus fort, plus brave, plus vertueux, plus précieux ; ἄμεινόν ἐστι <i>ou simpl.</i> ἄμεινον avec l'inf. il vaut mieux ; <i>abs.</i> [[εἰ]] τό γ’ ἄμεινον si toutefois cela vaut mieux.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> melior. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>sert de Cp. à</i> [[ἀγαθός]];<br />meilleur, plus fort, plus brave, plus vertueux, plus précieux ; ἄμεινόν ἐστι <i>ou simpl.</i> ἄμεινον avec l'inf. il vaut mieux ; <i>abs.</i> [[εἰ]] τό γ’ ἄμεινον si toutefois cela vaut mieux.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> melior. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμείνων:''' 2, gen. ονος (ᾰ) [compar. к [[ἀγαθός]] лучший, Hom. часто вм. posit. хороший: οἱ ἀμείνονες Plat. высший класс, знать; ἐπὶ τὸ ἄμεινόν τινι εἶναι Dem. соответствовать чьим-л. интересам. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμείνων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, ανώμ. συγκρ. του [[ἀγαθός]], <b>I.1.</b> [[καλύτερος]], ικανότερος, ευρωστότερος, ισχυρότερος, γενναιότερος, σε Όμηρ. κ.λπ.· βλ. [[ἀγαθός]] II. λέγεται για πράγματα, [[καλύτερος]], καταλληλότερος, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἄμεινόν</i> (<i>ἐστι</i>), είναι καλύτερο, με απαρ., [[ἐπεί]] πείθεσθαι [[ἄμεινον]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με αρνητ., οὐ γὰρ [[ἄμεινον]], δεν ήταν καλύτερο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὰ ἀμείνω φρονέειν</i>, διαλέγει το καλύτερο [[μέρος]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἀμείνων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, ανώμ. συγκρ. του [[ἀγαθός]], <b>I.1.</b> [[καλύτερος]], ικανότερος, ευρωστότερος, ισχυρότερος, γενναιότερος, σε Όμηρ. κ.λπ.· βλ. [[ἀγαθός]] II. λέγεται για πράγματα, [[καλύτερος]], καταλληλότερος, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἄμεινόν</i> (<i>ἐστι</i>), είναι καλύτερο, με απαρ., [[ἐπεί]] πείθεσθαι [[ἄμεινον]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με αρνητ., οὐ γὰρ [[ἄμεινον]], δεν ήταν καλύτερο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὰ ἀμείνω φρονέειν</i>, διαλέγει το καλύτερο [[μέρος]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |