ἀπερίσπαστος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />ininterrompu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[περισπάω]].
|btext=ος, ον :<br />ininterrompu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[περισπάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπερίσπαστος:''' досл. не влекомый в разные стороны, перен. ничем не отвлекаемый, уравновешенный, безмятежный ([[εὔσχολος]] καὶ ἀ. Polyb.; [[ἄλυπος]] καὶ ἀ. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπερίσπαστος]], -ον) [[περισπώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με [[κάτι]] [[χωρίς]] να διασπάται η [[προσοχή]] του σε άλλες ασχολίες ή φροντίδες<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> αυτός που εκτελείται [[χωρίς]] εμπόδια, περισπασμούς ή διακοπές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατεύματα) ο μη διασκορπισμένος, ο [[ενιαίος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> «τὸ ἀπερίσπαστον τῆς ἐξουσίας», το ενιαίο, η [[συνέχεια]] της εξουσίας, το να μη μεταβαίνει η [[εξουσία]] από τον ένα στον [[άλλο]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπερίσπαστος]], -ον) [[περισπώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με [[κάτι]] [[χωρίς]] να διασπάται η [[προσοχή]] του σε άλλες ασχολίες ή φροντίδες<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> αυτός που εκτελείται [[χωρίς]] εμπόδια, περισπασμούς ή διακοπές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατεύματα) ο μη διασκορπισμένος, ο [[ενιαίος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> «τὸ ἀπερίσπαστον τῆς ἐξουσίας», το ενιαίο, η [[συνέχεια]] της εξουσίας, το να μη μεταβαίνει η [[εξουσία]] από τον ένα στον [[άλλο]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπερίσπαστος:''' досл. не влекомый в разные стороны, перен. ничем не отвлекаемый, уравновешенный, безмятежный ([[εὔσχολος]] καὶ ἀ. Polyb.; [[ἄλυπος]] καὶ ἀ. Plut.).
}}
}}