ἀπερίσπαστος

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερίσπαστος Medium diacritics: ἀπερίσπαστος Low diacritics: απερίσπαστος Capitals: ΑΠΕΡΙΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: aperíspastos Transliteration B: aperispastos Transliteration C: aperispastos Beta Code: a)peri/spastos

English (LSJ)

ἀπερίσπαστον,
A not drawn hither and thither, not distracted or not hindered, Plb.2.67.7; ὕπνος Philum. ap.Orib.45.29.57; θεωρία Porph.Abst.1.36; τὸ ἀπερίσπαστον = freedom from distractions, Plu.2.521c, LXX Si.41.1; παρέχεσθαί τινα ἀπερίσπαστον = guarantee against annoyance, BGU1057.22 (i B.C.); but ἀπερίσπαστος τῆς σῆς εὐεργεσίας not able to be roused by your kindness / unresponsive to thy kindness, LXX Wi.16.11. Adv. ἀπερισπάστως Plb.2.20.10, 1 Ep.Cor.7.35; καθῆσθαι Arr.Epict.1.29.59.
2 uninterrupted, free from digressions, D.H.Th.9; τὸ ἀπερίσπαστον τῆς ἐξουσίας the fact of power not passing from hand to hand, Plu.Arist.5. Adv. ἀπερισπάστως = continually, ἐπαινεῖ τὸν οἶνον Ath.1.1cc.

Spanish (DGE)

-ον
I abs.
1 en gener. no dispersado, libre de molestias o estorbos en sent. material ἀ. γενόμενον ... τὸ ... πλῆθος Plb.2.67.7, cf. 4.32.6, ἀνήρ LXX Si.41.1, ἀκεραία καὶ ἀπερίσπαστος ... ἐπίσκεψις Ptol.Iudic.10.19, ὕπνος Philum. en Orib.45.29.57, ἡ ἔνδον ἀπερίσπαστος θεωρία = la contemplación interior libre de distracción Porph.Abst.1.36, βίος Basil.M.31.625D, νοῦς Pall.H.Laus.18.18, ἡ ἀ. πρὸς τὸν θεὸν ἐπιστροφή Clem.Al.Strom.7.11.43
neutr. subst. τὸ ἀπερίσπαστον = falta de dispersión, concentración τῶν συμπεπλεγμένων Ptol.Iudic.16.15, τὴν ἡσυχίαν καὶ τὸ ἀ. la tranquilidad y el sosiego Plu.2.521d
como pred. c. παρέχεσθαι garantizar a alguien que no será molestado συνχωροῦσι ... παρέξεσθαι τὸν Ἡλιόδωρον = ἀ. pueden garantizar que Heliodoro no será molestado, BGU 1057.22 (I a.C.), ἀπερισπάστους ὑπάρχοντας Ῥωμαίοις παρέχεσθαι χρείας garantizar que los intereses que tienen los romanos no serán molestados Plb.29.23.10, esp. γράμματα ἀπερισπάστου = documento de garantía, salvoconducto, POxy.898.15, 18 (II d.C.).
2 en sent. temp. que no tiene digresiones, continuo χρὴ ... τὴν ἱστορικὴν πραγματείαν ... εἶναι ... ἀπερίσπαστον D.H.Th.9, ἐνάργειαν οἰκείαν ... καὶ ἀπερίσπαστον Plu.2.1120e, del deseo de la gloria eterna, Basil.M.31.940B
neutr. subst. τὸ ἀπερίσπαστον = la continuidad, asiduidad τῷ ἀπερισπάστῳ τῆς ἐξουσίας por la continuidad del poder Plu.Arist.5, τὸ ἐν προσευχαῖς ἀπερίσπαστον = la asiduidad en las oraciones Gr.Naz.M.35.1052A.
II c. gen. apartado, separado de τῆς σῆς εὐεργεσίας LXX Sap.16.11, τὸν γάμον ἀξιῶν εἶναι καὶ ἀπερίσπαστον τῆς πρὸς τὸν Κύριον ἀγάπης considerando que el matrimonio no está tampoco separado del amor al Señor Clem.Al.Strom.7.9.64.
III adv. ἀπερισπάστως
1 en sent. material sin dispersión, sin estorbos, tranquilamente καταπληξάμενοι Plb.2.20.10, βοηθεῖν Plb.4.18.6, καθῆσθαι Arr.Epict.1.29.59, προτιμᾶν M.Ant.3.6, διωθοίμεθα Chrysipp.Stoic.3.136, τὸ εὐπάρεδρον τῷ Κυρίῳ ἀπερισπάστως 1Ep.Cor.135, ταῖς ὑψηλοτέραις ἀσχολίαις παρεδρεύειν ἀπερισπάστως Gr.Nyss.Virg.247.1, δύνασθαι ἀπερισπάστως τῷ θεῷ εὐχαριστεῖν Basil.M.31.857B.
2 en sent. temp. sin digresiones, continuamente, sin interrupción ἐπαινεῖ τὸν οἶνον Ath.10c, ὅπως ... ἀπερισπάστως ἐν εὐσταθείᾳ τοῦ σώματος γένηται IGLS 992.15 (Siria II a.C.), ἀπερισπάστως παρέχεσθαι = dedicarse sin interrupción Plb.12.28.4, ἀπερισπάστως τὸ μὲν πρῶτον πρὸς Πύρρον ... ἐπολέμουν, μετὰ δὲ ταῦτα πρὸς Καρχηδονίους lucharon sin interrupción primero contra Pirro, luego contra los cartagineses Plb.2.20.10.
3 c. verb. que indican unión inseparablemente ἀπερισπάστως ἑνούμενον Clem.Al.Strom.4.25.157.

German (Pape)

[Seite 288] nicht hin- u. hergezogen, nicht zerstreut, nicht durch andere Geschäfte verhindert, Plut. Aristid. 5; καὶ σχολαῖος exil. 11; Pol. 2, 67. 29, 8; ebenso adv., 2, 20; ἀπ. ἐπαινεῖν Ath. I, 10 c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ininterrompu.
Étymologie: , περισπάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερίσπαστος: досл. не влекомый в разные стороны, перен. ничем не отвлекаемый, уравновешенный, безмятежный (εὔσχολος καὶ ἀ. Polyb.; ἄλυπος καὶ ἀ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίσπαστος: -ον, ὁ μὴ περισπώμενος ἤ περισπασθείς τῇδε κἀκεῖσε, ὁ μὴ διασκεδασθείς, ἐπὶ στρατοῦ, Πολύβ. 2. 67, 7 κ. ἀλλ.· ἀπ. τινος Ἑβδ. (Σειράχ. μα΄, 1.). ― Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 2. 20, 10 κ. ἀλλ.· τὸ ἀπ. τῆς ἐξουσίας, τὸ ἑνιαῖον, τὸ μὴ μεταβαῖνον ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸν ἄλλον, Πλουτ. Ἀριστ. 5. 2) ἀδιάκοπος, συνεχής, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 9.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπερίσπαστος, -ον) περισπώμαι
1. αυτός που ασχολείται με κάτι χωρίς να διασπάται η προσοχή του σε άλλες ασχολίες ή φροντίδες
2. παθ. αυτός που εκτελείται χωρίς εμπόδια, περισπασμούς ή διακοπές
αρχ.
1. (για στρατεύματα) ο μη διασκορπισμένος, ο ενιαίος
2. το ουδ. ως ουσ. «τὸ ἀπερίσπαστον τῆς ἐξουσίας», το ενιαίο, η συνέχεια της εξουσίας, το να μη μεταβαίνει η εξουσία από τον ένα στον άλλο.