ἀπολαύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἀπέλαυον, <i>f.</i> ἀπολαύσομαι, <i>postér.</i> ἀπολαύσω, <i>ao.</i> [[ἀπέλαυσα]], <i>pf.</i> ἀπολέλαυκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἀπελαύσθην, <i>pf.</i> ἀπολέλαυσμαι <i>ou</i> ἀπολέλαυμαι;<br /><b>I.</b> retirer une jouissance <i>ou</i> un profit de :<br /><b>1</b> jouir de, gén.;<br /><b>2</b> tirer profit <i>ou</i> parti de : [[τί]] τινος, [[τι]] [[ἀπό]] τινος, [[τι]] ἔκ τινος tirer qqe profit de qch;<br /><b>3</b> profiter de, gén.;<br /><b>II.</b> se faire un jeu de, se moquer de : τινος de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], R. ΛαϜ, jouir de ; cf. *[[λάω]].
|btext=<i>impf.</i> ἀπέλαυον, <i>f.</i> ἀπολαύσομαι, <i>postér.</i> ἀπολαύσω, <i>ao.</i> [[ἀπέλαυσα]], <i>pf.</i> ἀπολέλαυκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἀπελαύσθην, <i>pf.</i> ἀπολέλαυσμαι <i>ou</i> ἀπολέλαυμαι;<br /><b>I.</b> retirer une jouissance <i>ou</i> un profit de :<br /><b>1</b> jouir de, gén.;<br /><b>2</b> tirer profit <i>ou</i> parti de : [[τί]] τινος, [[τι]] [[ἀπό]] τινος, [[τι]] ἔκ τινος tirer qqe profit de qch;<br /><b>3</b> profiter de, gén.;<br /><b>II.</b> se faire un jeu de, se moquer de : τινος de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], R. ΛαϜ, jouir de ; cf. *[[λάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπολαύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вкушать]], [[наслаждаться]] (ποτῶν Xen.; [[μετρίως]] τινός Plat.): ἀπολελαυκότες ὕπνου Plut. хорошо поспавшие;<br /><b class="num">2)</b> [[пользоваться]], [[извлекать пользу]] (τινός Her., Dem.; τί τινος Thuc., Xen., Plut.; τι [[ἀπό]] τινος Plat. и τι ἔκ τινος Isocr.): ἀντὶ πολλῶν πόνων σμικρὰ ἀ. Plat. из многих трудов извлечь ничтожную выгоду;<br /><b class="num">3)</b> [[изведывать]], [[испытывать]] (φλαῦρόν τι Isocr.; πληγῶν Plut.): ἀπολαῦσαι κακῶν Eur. стать несчастным;<br /><b class="num">4)</b> [[заражаться]] ([[ὀφθαλμία]]: [[ἀπό]] τινος Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[насмехаться]] (τινός Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπολαύω:''' μέλ. <i>ἀπολαύσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-έλαυσα</i>, παρακ. <i>-λέλαυκα</i>. (Το απλό <i>λαύω</i> δεν απαντά, [[αλλά]] πιθ. υπήρξε [[λάω]] ή <i>λάϜω</i>, [[απολαμβάνω]], τέρπομαι)·<br /><b class="num">1.</b> έχω την [[απόλαυση]] κάποιου πράγματος, [[λαμβάνω]] την [[ωφέλεια]] απ' αυτό, [[απολαμβάνω]], με γεν., σε Ηρόδ., Αττ.· με την [[προσθήκη]] αιτ., <i>ἀπολαύειν τί τινος</i>, [[απολαμβάνω]] το όφελος που πηγάζει από [[κάτι]], σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> ειρωνικά, [[επωφελούμαι]] από [[κάτι]], [[τῶν]] Οἰδίπου κακῶν, σε Ευρ.· απόλ., έχω όφελος, [[βγαίνω]] ωφελημένος, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀπολαύω:''' μέλ. <i>ἀπολαύσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-έλαυσα</i>, παρακ. <i>-λέλαυκα</i>. (Το απλό <i>λαύω</i> δεν απαντά, [[αλλά]] πιθ. υπήρξε [[λάω]] ή <i>λάϜω</i>, [[απολαμβάνω]], τέρπομαι)·<br /><b class="num">1.</b> έχω την [[απόλαυση]] κάποιου πράγματος, [[λαμβάνω]] την [[ωφέλεια]] απ' αυτό, [[απολαμβάνω]], με γεν., σε Ηρόδ., Αττ.· με την [[προσθήκη]] αιτ., <i>ἀπολαύειν τί τινος</i>, [[απολαμβάνω]] το όφελος που πηγάζει από [[κάτι]], σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> ειρωνικά, [[επωφελούμαι]] από [[κάτι]], [[τῶν]] Οἰδίπου κακῶν, σε Ευρ.· απόλ., έχω όφελος, [[βγαίνω]] ωφελημένος, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπολαύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вкушать]], [[наслаждаться]] (ποτῶν Xen.; [[μετρίως]] τινός Plat.): ἀπολελαυκότες ὕπνου Plut. хорошо поспавшие;<br /><b class="num">2)</b> [[пользоваться]], [[извлекать пользу]] (τινός Her., Dem.; τί τινος Thuc., Xen., Plut.; τι [[ἀπό]] τινος Plat. и τι ἔκ τινος Isocr.): ἀντὶ πολλῶν πόνων σμικρὰ ἀ. Plat. из многих трудов извлечь ничтожную выгоду;<br /><b class="num">3)</b> [[изведывать]], [[испытывать]] (φλαῦρόν τι Isocr.; πληγῶν Plut.): ἀπολαῦσαι κακῶν Eur. стать несчастным;<br /><b class="num">4)</b> [[заражаться]] ([[ὀφθαλμία]]: [[ἀπό]] τινος Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[насмехаться]] (τινός Plut.).
}}
}}
{{etym
{{etym