ἀπόκρυφος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />soustrait aux regards, caché, secret ; τὸ ἀπόκρυφον <i>pudenda muliebria</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποκρύπτω]].
|btext=ος, ον :<br />soustrait aux regards, caché, secret ; τὸ ἀπόκρυφον <i>pudenda muliebria</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποκρύπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόκρῠφος:''' [[скрытый]], [[сокровенный]], [[тайный]]: ἐν ἀποκρυφῳ Her. втайне, скрыто; ἀπόκρυφον [[δέμας]] [[κρύψαι]] Eur. скрыться, спрятаться: ἀπόκρυφόν τινος Xen. втайне от кого-л.; οὐδὲν ἀπόκρυφον Xen. совершенно очевидно.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόκρῠφος:''' -ον ([[ἀποκρύπτω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που τηρείται [[κρυφός]], συγκεκαλυμμένος, σε Ευρ.· <i>ἐν ἀποκρύφῳ</i>, στα [[κρυφά]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αυτός που κρατείται στην [[αφάνεια]], για κάποιον, [[άγνωστος]] σε κάποιον, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ασαφής]], συγκεχυμένος, [[σκοτεινός]], [[δύσληπτος]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀπόκρῠφος:''' -ον ([[ἀποκρύπτω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που τηρείται [[κρυφός]], συγκεκαλυμμένος, σε Ευρ.· <i>ἐν ἀποκρύφῳ</i>, στα [[κρυφά]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αυτός που κρατείται στην [[αφάνεια]], για κάποιον, [[άγνωστος]] σε κάποιον, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ασαφής]], συγκεχυμένος, [[σκοτεινός]], [[δύσληπτος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόκρῠφος:''' [[скрытый]], [[сокровенный]], [[тайный]]: ἐν ἀποκρυφῳ Her. втайне, скрыто; ἀπόκρυφον [[δέμας]] [[κρύψαι]] Eur. скрыться, спрятаться: ἀπόκρυφόν τινος Xen. втайне от кого-л.; οὐδὲν ἀπόκρυφον Xen. совершенно очевидно.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj