ἄκοσμος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> désordonné, confus;<br /><b>2</b> déréglé, inconvenant;<br /><b>3</b> qui trouble l'ordre, rebelle.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κόσμος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> désordonné, confus;<br /><b>2</b> déréglé, inconvenant;<br /><b>3</b> qui trouble l'ordre, rebelle.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κόσμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκοσμος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[беспорядочный]] ([[φυγή]] Aesch.; [[ναυμαχία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[неукрашающий]]: [[κόσμος]] ἄ. Anth. (IX, 323) некрасивое украшение, но тж. (VII, 561) мир, лишившийся своего украшения;<br /><b class="num">3)</b> [[безобразный]], [[буйный]], [[строптивый]] (ἔπεα Hom.; ῥήματα Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκοσμος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[τάξη]], [[ακατάστατος]], σε Αισχύλ.· στον Όμηρ. χρησιμ. για τα [[λόγια]] του Θερσίτη, [[ανυπάκουος]], [[απρεπής]]· επίρρ. <i>-μως</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[κόσμος]] [[ἄκοσμος]], [[ένας]] [[κόσμος]] που δεν είναι [[κόσμος]], σε Ανθ.· επίσης λέγεται για ένα ακατάλληλο [[κόσμημα]], [[στολίδι]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἄκοσμος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[τάξη]], [[ακατάστατος]], σε Αισχύλ.· στον Όμηρ. χρησιμ. για τα [[λόγια]] του Θερσίτη, [[ανυπάκουος]], [[απρεπής]]· επίρρ. <i>-μως</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[κόσμος]] [[ἄκοσμος]], [[ένας]] [[κόσμος]] που δεν είναι [[κόσμος]], σε Ανθ.· επίσης λέγεται για ένα ακατάλληλο [[κόσμημα]], [[στολίδι]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκοσμος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[беспорядочный]] ([[φυγή]] Aesch.; [[ναυμαχία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[неукрашающий]]: [[κόσμος]] ἄ. Anth. (IX, 323) некрасивое украшение, но тж. (VII, 561) мир, лишившийся своего украшения;<br /><b class="num">3)</b> [[безобразный]], [[буйный]], [[строптивый]] (ἔπεα Hom.; ῥήματα Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj