ἅμμα: Difference between revisions

No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> nœud;<br /><b>2</b> <i>plur.</i> τὰ ἅμματα nœuds que forment les membres entrelacés des lutteurs;<br /><b>3</b> mesure d'arpentage att. valant 60 pieds.<br />'''Étymologie:''' [[ἅπτω]]¹.
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> nœud;<br /><b>2</b> <i>plur.</i> τὰ ἅμματα nœuds que forment les membres entrelacés des lutteurs;<br /><b>3</b> mesure d'arpentage att. valant 60 pieds.<br />'''Étymologie:''' [[ἅπτω]]¹.
}}
{{elru
|elrutext='''ἅμμα:''' ατος τό [[ἅπτω]] I]<br /><b class="num">1)</b> [[завязка]], [[узел]], [[петля]], Her., Eur., Xen., Plat., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> [[перевязь]], [[пояс]] (παρθενίης, κορείας Anth.);<br /><b class="num">3)</b> (в борьбе), [[хватка]], [[захват]], (τὰ ἅματα τοῦ πιεζοῦντος Plut.; ἅ. σφίγγειν Luc.);<br /><b class="num">4)</b> [[гамма]] (мера длины = 40 πήχεις = ок. 18.5 м).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἅμμα:''' -ατος, τό ([[ἅπτω]]), οτιδήποτε δεμένο ή φτιαγμένο για [[δέση]] και [[επομένως]]:<br /><b class="num">1.</b> [[κόμπος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[θηλειά]], [[βρόχος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[σχοινί]] ή [[ταινία]], στον ίδ.· ἅ. [[παρθενίας]], η [[ζώνη]] των παρθένων, σε Ανθ.<br /><b class="num">4.</b> στον πληθ., οι βραχίονες του [[παλαιστή]] ή το παλαιστικό «[[αγκάλιασμα]]», σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἅμμα:''' -ατος, τό ([[ἅπτω]]), οτιδήποτε δεμένο ή φτιαγμένο για [[δέση]] και [[επομένως]]:<br /><b class="num">1.</b> [[κόμπος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[θηλειά]], [[βρόχος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[σχοινί]] ή [[ταινία]], στον ίδ.· ἅ. [[παρθενίας]], η [[ζώνη]] των παρθένων, σε Ανθ.<br /><b class="num">4.</b> στον πληθ., οι βραχίονες του [[παλαιστή]] ή το παλαιστικό «[[αγκάλιασμα]]», σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἅμμα:''' ατος τό [[ἅπτω]] I]<br /><b class="num">1)</b> [[завязка]], [[узел]], [[петля]], Her., Eur., Xen., Plat., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> [[перевязь]], [[пояс]] (παρθενίης, κορείας Anth.);<br /><b class="num">3)</b> (в борьбе), [[хватка]], [[захват]], (τὰ ἅματα τοῦ πιεζοῦντος Plut.; ἅ. σφίγγειν Luc.);<br /><b class="num">4)</b> [[гамма]] (мера длины = 40 πήχεις = ок. 18.5 м).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj