ἐπίχαρτος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est un sujet de joie ; <i>particul. en mauv. part</i> qui est l'objet d’une joie maligne.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχαίρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui est un sujet de joie ; <i>particul. en mauv. part</i> qui est l'objet d’une joie maligne.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχαίρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίχαρτος:''' [[доставляющий радость]], [[радующий]] Aesch., Soph., Plat., Plut.: οἱ [[δικαίως]] τι πάσχοντες ἐπίχαρτοι Thuc. те, кто терпит по заслугам, вызывают (в нас) чувство удовлетворения.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίχαρτος:''' -ον ([[ἐπιχαίρω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτό μέσω του οποίου νιώθει [[χαρά]] [[κάποιος]], [[γοητευτικός]], [[σαγηνευτικός]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό με το οποίο [[κάποιος]] αισθάνεται μνησίκακη [[χαρά]], [[χαιρεκακία]], <i>ἐχθροῖς ἐπίχαρτα</i>, βάσανα, ταλαιπωρίες που δίνουν [[αφορμή]] χαράς στους εχθρούς μου, σε Αισχύλ.· οἱ [[δικαίως]] τι πάσχοντες ἐπίχαρτοι, το να βλέπεις ανθρώπους που [[δικαίως]] τιμωρούνται, προσφέρει άξια [[ικανοποίηση]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐπίχαρτος:''' -ον ([[ἐπιχαίρω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτό μέσω του οποίου νιώθει [[χαρά]] [[κάποιος]], [[γοητευτικός]], [[σαγηνευτικός]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό με το οποίο [[κάποιος]] αισθάνεται μνησίκακη [[χαρά]], [[χαιρεκακία]], <i>ἐχθροῖς ἐπίχαρτα</i>, βάσανα, ταλαιπωρίες που δίνουν [[αφορμή]] χαράς στους εχθρούς μου, σε Αισχύλ.· οἱ [[δικαίως]] τι πάσχοντες ἐπίχαρτοι, το να βλέπεις ανθρώπους που [[δικαίως]] τιμωρούνται, προσφέρει άξια [[ικανοποίηση]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίχαρτος:''' [[доставляющий радость]], [[радующий]] Aesch., Soph., Plat., Plut.: οἱ [[δικαίως]] τι πάσχοντες ἐπίχαρτοι Thuc. те, кто терпит по заслугам, вызывают (в нас) чувство удовлетворения.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj