ἐπίχαρτος
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ἐπίχαρτον,
A wherein one feels joy, ἔργον S.Tr.1262 (anap.); γεραροῖς ἐπίχαρτον A.Ag.722 (lyr.).
2 more freq., wherein one feels malignant joy, ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα Id.Pr.159 (anap.); οἱ δικαίως τι πάσχοντες ἐ. Th.3.67, cf. D.45.85; βαρβάροις ἐ. γενόμενος Pl.Ep.356b.
German (Pape)
[Seite 1002] worüber man sich freut, erfreulich, Aesch. Ag. 704; ὡς ἐπίχαρτον τελέουσ' ἀεκούσιον ἔργον Soph. Tr. 1252; Sp., wie Alciphr. 2, 4. – Bes. worüber Andere Schadenfreude empfinden, ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα Aesch. Prom. 158; βαρβάροις ἐπίχαρτος γενόμενος, zum Spott geworden, Plat. Ep. VIII, 356 b; vgl. Thuc. 3, 67 οἴκτου ἀξιώτεροι τυγχάνειν οἱ ἀπρεπές τι πάσχοντες· οἱ δὲ δικαίως τὰ ἐναντία ἐπίχαρτοι εἶναι, sie verdienen, daß man sich im Gegentheil über ihr Unglück freut, vgl. Dem. 45, 85.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est un sujet de joie ; particul. en mauv. part qui est l'objet d'une joie maligne.
Étymologie: ἐπιχαίρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίχαρτος: доставляющий радость, радующий Aesch., Soph., Plat., Plut.: οἱ δικαίως τι πάσχοντες ἐπίχαρτοι Thuc. те, кто терпит по заслугам, вызывают (в нас) чувство удовлетворения.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχαρτος: -ον, (ἐπιχαίρω) ἐφ’ ᾧ τις αἰσθάνεται χαράν, εὐφρόσυνος, Σοφ. Τ. 1262· γεραροῖς ἐπίχαρτον Αἰσχύλ. Ἀγ. 722· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, 2) ἐφ’ ᾧ τις ἐπιχαίρει ἐπιχαιρησικάκως, ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα, παθήματα παρέχοντα ἀφορμὴν χαρᾶς εἰς τοὺς ἐχθρούς μου, Αἰσχύλ. Πρ. 158· οἱ δικαίως τι πάσχοντες ἐπίχαρτοι, δηλ. ἄξιοι ὅπως ἐπιχαίρῃ τις διὰ τὸ πάθημα αὐτῶν, Θουκ. 3. 67, Δημ. 1127. 11· βαρβάροις ἐπίχαρτος γενόμενος, προξενήσας ἐπὶ τούτῳ χαρὰν τοῖς βαρβάροις, Πλάτ. Ἐπιστ. 356Β. ΙΙ. μεταβ. = ἐπιχαίρων, «Φιλωνίδης δὲ (ἐν Ἀδήλ. 7) τὸν ἐπιχαίροντα ἐπίχαρτον εἴρηκεν· ἀλλὰ καὶ τοῦτο φαῦλον, ὥστε βέλτιον μὴ ὀνόμασι χρῆσθαι, ἀλλὰ μετοχαῖς» Πολυδ. Γ΄, 101.
Greek Monolingual
ἐπίχαρτος, -ον (Α)
1. ευφρόσυνος, χαροποιός («γεραροῖς ἐπίχαρτον», Αισχύλ.)
2. αυτό για το οποίο αισθάνεται κανείς χαιρεκακία
3. χαιρέκακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χαρτος < θ. χαρ- (πρβλ. ε-χάρ-ην)].
Greek Monotonic
ἐπίχαρτος: -ον (ἐπιχαίρω),
1. αυτό μέσω του οποίου νιώθει χαρά κάποιος, γοητευτικός, σαγηνευτικός, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. αυτό με το οποίο κάποιος αισθάνεται μνησίκακη χαρά, χαιρεκακία, ἐχθροῖς ἐπίχαρτα, βάσανα, ταλαιπωρίες που δίνουν αφορμή χαράς στους εχθρούς μου, σε Αισχύλ.· οἱ δικαίως τι πάσχοντες ἐπίχαρτοι, το να βλέπεις ανθρώπους που δικαίως τιμωρούνται, προσφέρει άξια ικανοποίηση, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐπίχαρτος, ον ἐπιχαίρω
1. wherein one feels joy, delightsome, Aesch., Soph.
2. wherein one feels malignant joy, ἐχθροῖς ἐπίχαρτα sufferings that afford triumph to my enemies, Aesch.; οἱ δικαίως τι πάσχοντες ἐπίχαρτοι to see people justly punished is a satisfaction, Thuc.
English (Woodhouse)
object for rejoicing, object of malicious joy