ἐπαγωγικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0894.png Seite 894]] ή, όν, anziehend, reizend, D. Hal. C. V. 4 p. 56. – Adv. inductionsweise, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 195, wie ὁ ἐπ. [[τρόπος]] 196.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0894.png Seite 894]] ή, όν, anziehend, reizend, D. Hal. C. V. 4 p. 56. – Adv. inductionsweise, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 195, wie ὁ ἐπ. [[τρόπος]] 196.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπᾰγωγικός:''' лог. индуктивный ([[τρόπος]] Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπαγωγικός]], -ή, -όν) [[επαγωγή]]<br />αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην [[επαγωγή]] ή γίνεται με [[επαγωγή]] (λογ., α. «επαγωγική [[μέθοδος]]» β. «[[επαγωγικός]] [[συλλογισμός]]» — ηλεκτρ. α. «επαγωγική [[αντίσταση]]» β. «επαγωγικό [[κύκλωμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[επαγωγός]], [[ελκυστικός]], [[θελκτικός]], [[ευχάριστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επαγωγικούς</i>, -<i>ά</i><br />με τρόπο επαγωγικό.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπαγωγικός]], -ή, -όν) [[επαγωγή]]<br />αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην [[επαγωγή]] ή γίνεται με [[επαγωγή]] (λογ., α. «επαγωγική [[μέθοδος]]» β. «[[επαγωγικός]] [[συλλογισμός]]» — ηλεκτρ. α. «επαγωγική [[αντίσταση]]» β. «επαγωγικό [[κύκλωμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[επαγωγός]], [[ελκυστικός]], [[θελκτικός]], [[ευχάριστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επαγωγικούς</i>, -<i>ά</i><br />με τρόπο επαγωγικό.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπᾰγωγικός:''' лог. индуктивный ([[τρόπος]] Sext.).
}}
}}