ἔρανος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />repas frugal où chacun apporte sa quote-part, <i>d'où</i><br /><b>1</b> repas par écot;<br /><b>2</b> quote-part, contribution volontaire, souscription (pour les indigents, pour les besoins publics), cotisation d’amis pour secourir un des leurs;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> secours, assistance, bon office;<br /><b>4</b> association en vue d’un but commun ; <i>particul.</i> association publique, sorte de cercle <i>ou</i> de club.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
|btext=ου (ὁ) :<br />repas frugal où chacun apporte sa quote-part, <i>d'où</i><br /><b>1</b> repas par écot;<br /><b>2</b> quote-part, contribution volontaire, souscription (pour les indigents, pour les besoins publics), cotisation d’amis pour secourir un des leurs;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> secours, assistance, bon office;<br /><b>4</b> association en vue d’un but commun ; <i>particul.</i> association publique, sorte de cercle <i>ou</i> de club.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔρανος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[простой товарищеский обед на паях]] Hom.;<br /><b class="num">2)</b> [[пир]], [[пиршество]] Pind., Eur.: ἔρανον ἀπενεγχεῖν [[σύν]] τισι Luc. устроить с кем-л. в складчину пир;<br /><b class="num">3)</b> [[пай]], [[вклад]], [[взнос]] (ἔρανον εἰσφέρειν τινί Plat.): ἐράνους λείπειν Dem. не уплатить своей доли;<br /><b class="num">4)</b> [[услуга]], [[одолжение]], [[любезность]]: κάλλιστον ἔρανον προΐεσθαί τινι Thuc. оказать кому-л. наилучшую услугу;<br /><b class="num">5)</b> [[долг]] (τὸν ἔρανον κομίζεσθαι Arst.): ἀντιλαμβάνειν τὸν ἔρανον перен. Arst. получить должное; τὸν αὐτὸν ἔρανον [[ἀποδοῦναι]] ирон. Dem. отплатить той же монетой;<br /><b class="num">6)</b> [[группа пайщиков]], [[общество на паях]], [[товарищество]] (взаимопомощи, религиозное, политическое и др.) Dem.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔρᾰνος:''' ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γεύμα]], [[δείπνο]] στο οποίο ο [[καθένας]] συνεισέφερε το μερίδιό του, Λατ. [[coena]] callaticia, λιτό [[δείπνο]], εξοχικό [[γεύμα]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> οποιαδήποτε [[εισφορά]], Λατ. [[symbola]], όπως αυτή που ώφειλαν να δώσουν οι Αθηναίοι προς [[συντήρηση]] των φτωχών ή για τις ανάγκες της πόλης, σε Αριστοφ.· <i>ἐράνους λέλοιπε</i>, δεν κατέβαλε τις συνδρομές, άφησε τις συνεισφορές του απλήρωτες, σε Δημ.· <i>ἔρανον φέρειν</i>, [[κυρίως]], [[συμμετέχω]], [[συνεισφέρω]] ελεύθερα, [[αβίαστα]], με την θέλησή μου, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ευμένεια]], [[εξυπηρέτηση]], [[υπηρεσία]], [[χάρη]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[κοινότητα]], [[ομάδα]], όμιλος ανθρώπων που συνεισφέρουν σε κοινό [[ταμείο]] για κάποιο σκοπό, [[σύλλογος]], [[συντεχνία]], σε Δημ. (πιθ. από το [[ἐράω]]).
|lsmtext='''ἔρᾰνος:''' ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γεύμα]], [[δείπνο]] στο οποίο ο [[καθένας]] συνεισέφερε το μερίδιό του, Λατ. [[coena]] callaticia, λιτό [[δείπνο]], εξοχικό [[γεύμα]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> οποιαδήποτε [[εισφορά]], Λατ. [[symbola]], όπως αυτή που ώφειλαν να δώσουν οι Αθηναίοι προς [[συντήρηση]] των φτωχών ή για τις ανάγκες της πόλης, σε Αριστοφ.· <i>ἐράνους λέλοιπε</i>, δεν κατέβαλε τις συνδρομές, άφησε τις συνεισφορές του απλήρωτες, σε Δημ.· <i>ἔρανον φέρειν</i>, [[κυρίως]], [[συμμετέχω]], [[συνεισφέρω]] ελεύθερα, [[αβίαστα]], με την θέλησή μου, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ευμένεια]], [[εξυπηρέτηση]], [[υπηρεσία]], [[χάρη]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[κοινότητα]], [[ομάδα]], όμιλος ανθρώπων που συνεισφέρουν σε κοινό [[ταμείο]] για κάποιο σκοπό, [[σύλλογος]], [[συντεχνία]], σε Δημ. (πιθ. από το [[ἐράω]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ἔρανος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[простой товарищеский обед на паях]] Hom.;<br /><b class="num">2)</b> [[пир]], [[пиршество]] Pind., Eur.: ἔρανον ἀπενεγχεῖν [[σύν]] τισι Luc. устроить с кем-л. в складчину пир;<br /><b class="num">3)</b> [[пай]], [[вклад]], [[взнос]] (ἔρανον εἰσφέρειν τινί Plat.): ἐράνους λείπειν Dem. не уплатить своей доли;<br /><b class="num">4)</b> [[услуга]], [[одолжение]], [[любезность]]: κάλλιστον ἔρανον προΐεσθαί τινι Thuc. оказать кому-л. наилучшую услугу;<br /><b class="num">5)</b> [[долг]] (τὸν ἔρανον κομίζεσθαι Arst.): ἀντιλαμβάνειν τὸν ἔρανον перен. Arst. получить должное; τὸν αὐτὸν ἔρανον [[ἀποδοῦναι]] ирон. Dem. отплатить той же монетой;<br /><b class="num">6)</b> [[группа пайщиков]], [[общество на паях]], [[товарищество]] (взаимопомощи, религиозное, политическое и др.) Dem.
}}
}}
{{etym
{{etym