ἱστοβοεύς: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οέως, <i>ion.</i> οῆος (ὁ) :<br />timon de la charrue.<br />'''Étymologie:''' [[ἱστός]], [[βοῦς]].
|btext=οέως, <i>ion.</i> οῆος (ὁ) :<br />timon de la charrue.<br />'''Étymologie:''' [[ἱστός]], [[βοῦς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱστοβοεύς:''' έως, ион. ῆος ὁ рассоха или плужное дышло Hes.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱστοβοεύς:''' -έως, Ιων. γεν. <i>-ῆος</i>, ὁ ([[βοῦς]]), [[μέρος]] του ρυμού, [[δηλαδή]] του προς τα [[εμπρός]] εκτεινόμενου ξύλου της άμαξας από το [[μέσο]] του άξονα [[μέχρι]] τον [[ζυγό]], που είναι [[εξάρτημα]] της άμαξας ή του αρότρου στο οποίο ζεύονται τα υποζύγια, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ἱστοβοεύς:''' -έως, Ιων. γεν. <i>-ῆος</i>, ὁ ([[βοῦς]]), [[μέρος]] του ρυμού, [[δηλαδή]] του προς τα [[εμπρός]] εκτεινόμενου ξύλου της άμαξας από το [[μέσο]] του άξονα [[μέχρι]] τον [[ζυγό]], που είναι [[εξάρτημα]] της άμαξας ή του αρότρου στο οποίο ζεύονται τα υποζύγια, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱστοβοεύς:''' έως, ион. ῆος ὁ рассоха или плужное дышло Hes.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βοῦς]]<br />the [[plough]]-[[tree]] or [[pole]], Hes.
|mdlsjtxt=[[βοῦς]]<br />the [[plough]]-[[tree]] or [[pole]], Hes.
}}
}}