3,277,306
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οέως, <i>ion.</i> οῆος (ὁ) :<br />timon de la charrue.<br />'''Étymologie:''' [[ἱστός]], [[βοῦς]]. | |btext=οέως, <i>ion.</i> οῆος (ὁ) :<br />timon de la charrue.<br />'''Étymologie:''' [[ἱστός]], [[βοῦς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱστοβοεύς:''' έως, ион. ῆος ὁ рассоха или плужное дышло Hes. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱστοβοεύς:''' -έως, Ιων. γεν. <i>-ῆος</i>, ὁ ([[βοῦς]]), [[μέρος]] του ρυμού, [[δηλαδή]] του προς τα [[εμπρός]] εκτεινόμενου ξύλου της άμαξας από το [[μέσο]] του άξονα [[μέχρι]] τον [[ζυγό]], που είναι [[εξάρτημα]] της άμαξας ή του αρότρου στο οποίο ζεύονται τα υποζύγια, σε Ησίοδ. | |lsmtext='''ἱστοβοεύς:''' -έως, Ιων. γεν. <i>-ῆος</i>, ὁ ([[βοῦς]]), [[μέρος]] του ρυμού, [[δηλαδή]] του προς τα [[εμπρός]] εκτεινόμενου ξύλου της άμαξας από το [[μέσο]] του άξονα [[μέχρι]] τον [[ζυγό]], που είναι [[εξάρτημα]] της άμαξας ή του αρότρου στο οποίο ζεύονται τα υποζύγια, σε Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[βοῦς]]<br />the [[plough]]-[[tree]] or [[pole]], Hes. | |mdlsjtxt=[[βοῦς]]<br />the [[plough]]-[[tree]] or [[pole]], Hes. | ||
}} | }} |