Anonymous

ἱστοβοεύς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1270.png Seite 1270]] ὁ, Pflugbaum, Pflugdeichsel; Hes. O. 437; Ap. Rh. 3, 1318; ἱστοβοῆϊ γέροντι νέαν ποτίβαλλε κορώνην, an den alten Pflugbaum füge einen neuen Knopf, den Alten laß ein junges Mädchen heirathen, Orak. bei Euseb., s. Valck. diatr. p. 275.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1270.png Seite 1270]] ὁ, Pflugbaum, Pflugdeichsel; Hes. O. 437; Ap. Rh. 3, 1318; ἱστοβοῆϊ γέροντι νέαν ποτίβαλλε κορώνην, an den alten Pflugbaum füge einen neuen Knopf, den Alten laß ein junges Mädchen heirathen, Orak. bei Euseb., s. Valck. diatr. p. 275.
}}
{{bailly
|btext=οέως, <i>ion.</i> οῆος (ὁ) :<br />timon de la charrue.<br />'''Étymologie:''' [[ἱστός]], [[βοῦς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱστοβοεύς''': έως, Ἰων. ῆος, ὁ, τὸ πρὸς τὸν ζυγὸν [[μέρος]] τοῦ ῥυμοῦ, πρὸς δὲ τὸ ἀντίθετον [[μέρος]] ὁ ἱστοβοεὺς συνάπτεται μετὰ τοῦ γύου, ὁ ἱστοβοεὺς δὲ καὶ ὁ [[γύης]] ἀποτελοῦσιν [[ὁμοῦ]] τὸν ῥυμόν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 433, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1318· ἴδε Π. Γενναδίου «τὸ νέον Κυπριακὸν ἄροτρον» σ. 4 καὶ 11 ἐν Λευκωσίᾳ 1899· - παροιμ., ἱστοβοῆι γέροντι νέαν ποτίβαλλε κορώνην, εἰς παλαιὸν ἱστοβοέα ἔβαλε νέαν κορώνην, κοινῶς «κορωνίδι» (κορῶναι δὲ λέγονται τὰ ξυλάρια τὰ ἐμπεπηγμένα εἰς τὴν ἔξω ἄκραν τοῦ ἱστοβοέως, ἐπὶ τῶν ὁποίων δένεται ὁ [[ζυγός]])· ἡ δὲ [[παροιμία]] ἐπὶ γέροντος νυμφευομένου νέαν γυναῖκα, Χρησμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 225D· - αἰτ. ἱστοβόην, πιθαν. ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἱστοβοῆ, Ἀνθ. Π. 6. 104.
|lstext='''ἱστοβοεύς''': έως, Ἰων. ῆος, ὁ, τὸ πρὸς τὸν ζυγὸν [[μέρος]] τοῦ ῥυμοῦ, πρὸς δὲ τὸ ἀντίθετον [[μέρος]] ὁ ἱστοβοεὺς συνάπτεται μετὰ τοῦ γύου, ὁ ἱστοβοεὺς δὲ καὶ ὁ [[γύης]] ἀποτελοῦσιν [[ὁμοῦ]] τὸν ῥυμόν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 433, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1318· ἴδε Π. Γενναδίου «τὸ νέον Κυπριακὸν ἄροτρον» σ. 4 καὶ 11 ἐν Λευκωσίᾳ 1899· - παροιμ., ἱστοβοῆι γέροντι νέαν ποτίβαλλε κορώνην, εἰς παλαιὸν ἱστοβοέα ἔβαλε νέαν κορώνην, κοινῶς «κορωνίδι» (κορῶναι δὲ λέγονται τὰ ξυλάρια τὰ ἐμπεπηγμένα εἰς τὴν ἔξω ἄκραν τοῦ ἱστοβοέως, ἐπὶ τῶν ὁποίων δένεται ὁ [[ζυγός]])· ἡ δὲ [[παροιμία]] ἐπὶ γέροντος νυμφευομένου νέαν γυναῖκα, Χρησμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 225D· - αἰτ. ἱστοβόην, πιθαν. ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἱστοβοῆ, Ἀνθ. Π. 6. 104.
}}
{{bailly
|btext=οέως, <i>ion.</i> οῆος (ὁ) :<br />timon de la charrue.<br />'''Étymologie:''' [[ἱστός]], [[βοῦς]].
}}
}}
{{grml
{{grml