ὀπωρινός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de la fin de l'été, de l'automne : ὀπωρινὸς [[ἀστήρ]] IL la canicule.<br />'''Étymologie:''' [[ὀπώρα]].
|btext=ή, όν :<br />de la fin de l'été, de l'automne : ὀπωρινὸς [[ἀστήρ]] IL la canicule.<br />'''Étymologie:''' [[ὀπώρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀπωρῐνός:''' (иногда ῑ) приходящийся на позднее лето ([[Βορέης]] Hom.; [[ὄμβρος]] Hes.): ἀστὴρ ὀ. Hom. = [[Σείριος]] (см. [[ὀπώρα]] 1).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀπωρινός:''' -ή, -όν ([[ὀπώρα]]), αυτός που λαμβάνει [[χώρα]] κατά την ύστερη περίοδο του καλοκαιριού, ἀστὴρ [[ὀπωρινός]], δηλ. ο [[Σείριος]] (πρβλ. [[ὀπώρα]] Ι), σε Όμηρ. (<i>ῐ</i> στην Αττ., <i>ῑ</i> στον Όμηρ. [[πριν]] από [[άλλη]] [[μακρά]] συλ.).
|lsmtext='''ὀπωρινός:''' -ή, -όν ([[ὀπώρα]]), αυτός που λαμβάνει [[χώρα]] κατά την ύστερη περίοδο του καλοκαιριού, ἀστὴρ [[ὀπωρινός]], δηλ. ο [[Σείριος]] (πρβλ. [[ὀπώρα]] Ι), σε Όμηρ. (<i>ῐ</i> στην Αττ., <i>ῑ</i> στον Όμηρ. [[πριν]] από [[άλλη]] [[μακρά]] συλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ὀπωρῐνός:''' (иногда ῑ) приходящийся на позднее лето ([[Βορέης]] Hom.; [[ὄμβρος]] Hes.): ἀστὴρ ὀ. Hom. = [[Σείριος]] (см. [[ὀπώρα]] 1).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀπωρινός]], ή, όν [[ὀπώρα]]<br />at the [[time]] of [[late]] [[summer]], ἀστὴρ ὀπ., i. e. [[Sirius]] (cf. [[ὀπώρα]] 1), Hom. [ῐ [[attic]], ῑ in Hom. [[before]] [[another]] [[long]] [[syllable]]]
|mdlsjtxt=[[ὀπωρινός]], ή, όν [[ὀπώρα]]<br />at the [[time]] of [[late]] [[summer]], ἀστὴρ ὀπ., i. e. [[Sirius]] (cf. [[ὀπώρα]] 1), Hom. [ῐ [[attic]], ῑ in Hom. [[before]] [[another]] [[long]] [[syllable]]]
}}
}}