Anonymous

ὀπωρινός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0365.png Seite 365]] herbstlich, zur Jahreszeit [[ὀπώρα]] gehörig, hundstägig; [[ἀστήρ]], d. i. der Sirius, Il. 5, 5; ἤματ' ὀπωρινῷ, ὅτε λαβρότατον χέει [[ὕδωρ]] [[Ζεύς]], 16, 385; Βορέης, 21, 346, wie Od. 5, 328; Διὸς [[ὄμβρος]], Hes. O. 676; sp. D. – [Die Epiker brauchen ι lang, wenn die letzte Sylbe lang ist, des Verses wegen.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0365.png Seite 365]] herbstlich, zur Jahreszeit [[ὀπώρα]] gehörig, hundstägig; [[ἀστήρ]], d. i. der Sirius, Il. 5, 5; ἤματ' ὀπωρινῷ, ὅτε λαβρότατον χέει [[ὕδωρ]] [[Ζεύς]], 16, 385; Βορέης, 21, 346, wie Od. 5, 328; Διὸς [[ὄμβρος]], Hes. O. 676; sp. D. – [Die Epiker brauchen ι lang, wenn die letzte Sylbe lang ist, des Verses wegen.]
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de la fin de l'été, de l'automne : ὀπωρινὸς [[ἀστήρ]] IL la canicule.<br />'''Étymologie:''' [[ὀπώρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπωρινός''': -ή, -όν, ὁ κατὰ τὸν καιρὸν τῆς ὀπώρας, ἀκάματον πῦρ, ἀστέρ’ ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον, δηλ. τῷ Σειρίῳ, οὗ ἡ ἐπιτολὴ ἐσήμαινε τὴν ἔναρξιν ἐκείνης τῆς ὥρας τοῦ ἔτους (ἴδε [[ὀπώρα]]), Ἰλ. Ε. 5· [[ἦμαρ]] Π. 385· βορέης Φ. 346, Ὀδ. Ε. 328· [[ὄμβρος]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 672, 676· ὄρχατοι Εὐρ. Ἀποσπ. 888 [[δέλφαξ]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421. [Παρ’ Ὁμ., [[ὅστις]] μόνον τὰς πλαγίας πτώσεις μεταχειρίζεται, [[ὅταν]] ἡ λήγουσα ᾖ μακρά, [[τότε]] καὶ ἡ παραλήγουσα πρέπει νὰ ᾖ [[ὡσαύτως]] μακρά· - ἀλλ’ [[ὅταν]] ἡ λήγουσα ᾖ βραχεῖα, ἡ παραλήγουσα [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] βραχεῖα, ὡς παρ’ Ἡσ.· παρ’ Ἀττ. ἀείποτε. ῐ πρβλμετοπωρινός]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 332.
|lstext='''ὀπωρινός''': -ή, -όν, ὁ κατὰ τὸν καιρὸν τῆς ὀπώρας, ἀκάματον πῦρ, ἀστέρ’ ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον, δηλ. τῷ Σειρίῳ, οὗ ἡ ἐπιτολὴ ἐσήμαινε τὴν ἔναρξιν ἐκείνης τῆς ὥρας τοῦ ἔτους (ἴδε [[ὀπώρα]]), Ἰλ. Ε. 5· [[ἦμαρ]] Π. 385· βορέης Φ. 346, Ὀδ. Ε. 328· [[ὄμβρος]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 672, 676· ὄρχατοι Εὐρ. Ἀποσπ. 888 [[δέλφαξ]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421. [Παρ’ Ὁμ., [[ὅστις]] μόνον τὰς πλαγίας πτώσεις μεταχειρίζεται, [[ὅταν]] ἡ λήγουσα ᾖ μακρά, [[τότε]] καὶ ἡ παραλήγουσα πρέπει νὰ ᾖ [[ὡσαύτως]] μακρά· - ἀλλ’ [[ὅταν]] ἡ λήγουσα ᾖ βραχεῖα, ἡ παραλήγουσα [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] βραχεῖα, ὡς παρ’ Ἡσ.· παρ’ Ἀττ. ἀείποτε. ῐ πρβλμετοπωρινός]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 332.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de la fin de l'été, de l'automne : ὀπωρινὸς [[ἀστήρ]] IL la canicule.<br />'''Étymologie:''' [[ὀπώρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml