ὠχρός: Difference between revisions

No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />d’un jaune pâle, pâle.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. sûre.
|btext=ά, όν :<br />d’un jaune pâle, pâle.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. sûre.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠχρός:''' изжелта-бледный, бледно-желтый или бледный Eur., Arph., Plat., Theocr., Plut., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠχρός:''' -ά, -όν, [[ωχρός]], [[χλωμός]], [[κιτρινωπός]], λέγεται για την [[επιδερμίδα]], σε Ευρ., Αριστοφ.· λέγεται επίσης για βάτραχο, σε Βατραχομ.· <i>τὸ ὠχρόν</i>, το κίτρινο [[χρώμα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὠχρός:''' -ά, -όν, [[ωχρός]], [[χλωμός]], [[κιτρινωπός]], λέγεται για την [[επιδερμίδα]], σε Ευρ., Αριστοφ.· λέγεται επίσης για βάτραχο, σε Βατραχομ.· <i>τὸ ὠχρόν</i>, το κίτρινο [[χρώμα]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠχρός:''' изжелта-бледный, бледно-желтый или бледный Eur., Arph., Plat., Theocr., Plut., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj