καθεύδω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>impf. att.</i> καθηῦδον <i>ou</i> [[ἐκάθευδον]], <i>f.</i> καθευδήσω;<br />se coucher <i>ou</i> être couché pour dormir ; dormir ; <i>fig.</i> être endormi, dormir <i>en parl. d'espérances, etc.</i> ; τοὺς νόμους [[ἐᾶν]] καθεύδειν PLUT laisser dormir les lois.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εὕδω]].
|btext=<i>impf. att.</i> καθηῦδον <i>ou</i> [[ἐκάθευδον]], <i>f.</i> καθευδήσω;<br />se coucher <i>ou</i> être couché pour dormir ; dormir ; <i>fig.</i> être endormi, dormir <i>en parl. d'espérances, etc.</i> ; τοὺς νόμους [[ἐᾶν]] καθεύδειν PLUT laisser dormir les lois.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εὕδω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καθεύδω''': (οὕτω καὶ τὰ ἀντίγραφα τοῦ Ἡροδ. 2. 95, ἀλλ’ ἐν νεωτέραις ἐκδόσεσι γράφεται [[κατεύδω]]): παρατ. καθεῦδον, Ὅμ.., Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 495· καθηῦδον Πλάτ. Συμπ 217D, κ. ἀλλ.· ἐκάθευδον Λυσ. 93. 1., 94. 1, Ξεν. Οἰκ. 7. 11: μέλλ. καθευδήσω Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 419, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 30, κτλ.: οὐχὶ Ἀττ. ἀόρ. ἐκαθεύδησα Ἱππ. 538. 54, Λουκ. Ὄρν. 6: πρκμ. καθηύδηκα Ἐπιφάν. Ι. σ. 418. Πλαγιάζω ἵνα κοιμηθῶ, κοιμῶμαι, Ἰλ. Α. 611, Ὀδ. Α. 4, 304., Ζ. 1, Ἡρόδοτ., κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[ἀγρυπνέω]] ἢ [[ἐγρήγορα]], Θέογν. 471, Πλάτ. Φαίδ. 71C. κλ.· καθεύδουσιν [[μάτην]] ἄκραντα [[βάζω]] Αἰσχύλ. Χο. 881· [[οὔτε]] νυκτὸς δύναται καθεύδειν [[οὔτε]] μεθ’ ἡμέραν Πλάτ. Φαῖδρ. 251Ε· τὰς νύκτας οὐ καθεύδομεν, δηλ. ἀγρυπνοῦμεν, Βάτω ἐν «Εὐεργέταις» 1· μαλακῶς καθεύδειν Ἀντιφάν. ἐν «Παρεκδιδομένῃ» 1. 6· σκληρῶς καθεῦδον Τιμοκλ. ἐν «Ἰκαρίοις» 4 - ἐπὶ ἄρρενος καὶ θήλεος, ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι Ὀδ. Θ. 313· καθ. μετά τινος Πλάτ. Συμπ. 219D· - [[καθόλου]], [[διέρχομαι]] τὴν νύκτα, τὴν βουλὴν εἰς ἀκρόπολιν ἰέναι [[κἀκεῖ]] καθ. Ἀνδοκ. 7. 10· - καθ. ἐπὶ ξύλου, ἐπὶ ὄρνιθος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1431· - ἐκ τοῦ καθεύδοντος, ἐκ τῆς καταστάσεως τοῦ ὕπνου, Πλάτ. Φαίδ. 72Β. ΙΙ. μεταφ., διατελῶ [[ἀργός]], οὐ καθεύδουσιν χερὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1357, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 20, Ἀν. 1. 3, 11, Δημ. 438. 15· καθ. τὸν βίον, διέρχεσθαι τὸν βίον ἐν ὕπνῳ, ἐν ἀργίᾳ, Πλάτ. Πολ. 404Α· ἀντίθετον τῷ ἐνεργεῖν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 5, 1· ἀντίθετον τῷ προσέχειν τοῖς πράγμασι, Πλουτ. Πομπ. 15. 2) ἐπὶ πραγμάτων, διατελῶ ἐν ἡσυχίᾳ, [[ἡσυχάζω]], ἐλπίδες [[οὔπω]] καθ. Εὐρ. Φοίν. 634· καθεύδειν ἐᾶν ἐν τῇ γῇ κατακείμενα τείχη Πλάτ. Νόμ. 771D· τοὺς νόμους ἐᾶν καθ. Πλουτ. Ἀγησ. 30. = [[Κατὰ]] τὸν Schleusner, ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἐπὶ τοῦ ὕπνου τοῦ θανάτου, ὡς τὸ κοιμᾶσθαι, ἀλλ’ ἅπαντα τὰ παραδείγματα ἀποδεικνύουσι τὸ [[ἐναντίον]] πλὴν τοῦ ἐν τῇ Α΄ πρὸς Θεσσ. Ἐπιστ. ε΄, 10, [[ἔνθα]] σχετίζεται πρὸς τὴν συνήθη σημασίαν ἐν ἐδαφ. 6· πρβλ. καλὸς [[νέκυς]], οἷα καθεύδων Βίων 1. 71.
|elnltext=καθ-εύδω, Ion. κατεύδω, imperf. καθηῦδον en ἐκάθευδον; aor. later ἐκαθεύδησα slapen, gaan slapen, naar bed gaan:; ἔνθα καθεῦδ’ ἀναβάς daar ging hij slapen nadat hij naar boven was gegaan Il. 1.611; οὐ γὰρ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει hij is niet gestorven, maar hij slaapt NT Luc. 8.52; κἀπὶ ξύλου καθεύδεις; en slaap je op stok? (van pluimvee) Aristoph. Nub. 1431; τὴν δὲ βουλὴν... ἐκεῖ καθεύδειν dat de raad daar (op de Acropolis) de nacht moest doorbrengen And. 1.45; overdr. van de doden:. Πρόμαχος δεδμημένος εὕδει ἔγχει ἐμῷ Promachus slaapt, geveld door mijn speer Il. 14.482. zitten slapen, inactief zijn:; τὸν βίον zijn leven verslapen Plat. Resp. 404a; ὥρα μέντοι σοι μὴ καθεύδειν ἀλλὰ προσέχειν nu moet je niet zitten slapen, maar opletten Plut. Pomp. 15.2; overdr. van zaken:. ἐλπίδες δ’ οὔπω καθεύδουσι mijn hoop is nog niet ingeslapen Eur. Phoen. 634; καθεύδειν ἐᾶν ἐν τῇ γῇ κατακείμενα τὰ τείχη de muren in de grond laten liggen rusten (d.w.z. afzien van vestingwerk) Plat. Lg. 778d; τοὺς νόμους δεῖ σήμερον ἐᾶν καθεύδειν men moet de wetten vandaag ongemoeid laten Plut. Ages. 30.6.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 34:
|lsmtext='''καθεύδω:''' Ιων. κατ-[[εύδω]]· παρατ. <i>καθεῦδον</i>, Αττ. επίσης [[καθηῦδον]] και [[ἐκάθευδον]], μέλ. <i>καθευδήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πέφτω]], [[ξαπλώνω]], [[πλαγιάζω]] για να κοιμηθώ, [[κοιμάμαι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐκ τοῦ καθεύδοντος</i> (μτχ. ουδ.), από την [[κατάσταση]] του ύπνου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[μένω]] κοιμισμένος, [[μένω]] [[αργός]], [[νωθρός]], [[τεμπέλης]], [[οκνηρός]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης λέγεται για πράγματα, βρίσκομαι σε λήθαργο, [[καλμάρω]], [[ησυχάζω]], <i>ἐλπίδες καθεύδουσιν</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''καθεύδω:''' Ιων. κατ-[[εύδω]]· παρατ. <i>καθεῦδον</i>, Αττ. επίσης [[καθηῦδον]] και [[ἐκάθευδον]], μέλ. <i>καθευδήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πέφτω]], [[ξαπλώνω]], [[πλαγιάζω]] για να κοιμηθώ, [[κοιμάμαι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐκ τοῦ καθεύδοντος</i> (μτχ. ουδ.), από την [[κατάσταση]] του ύπνου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[μένω]] κοιμισμένος, [[μένω]] [[αργός]], [[νωθρός]], [[τεμπέλης]], [[οκνηρός]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης λέγεται για πράγματα, βρίσκομαι σε λήθαργο, [[καλμάρω]], [[ησυχάζω]], <i>ἐλπίδες καθεύδουσιν</i>, σε Ευρ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=καθ-εύδω, Ion. κατεύδω, imperf. καθηῦδον en ἐκάθευδον; aor. later ἐκαθεύδησα slapen, gaan slapen, naar bed gaan:; ἔνθα καθεῦδ’ ἀναβάς daar ging hij slapen nadat hij naar boven was gegaan Il. 1.611; οὐ γὰρ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει hij is niet gestorven, maar hij slaapt NT Luc. 8.52; κἀπὶ ξύλου καθεύδεις; en slaap je op stok? (van pluimvee) Aristoph. Nub. 1431; τὴν δὲ βουλὴν... ἐκεῖ καθεύδειν dat de raad daar (op de Acropolis) de nacht moest doorbrengen And. 1.45; overdr. van de doden:. Πρόμαχος δεδμημένος εὕδει ἔγχει ἐμῷ Promachus slaapt, geveld door mijn speer Il. 14.482. zitten slapen, inactief zijn:; τὸν βίον zijn leven verslapen Plat. Resp. 404a; ὥρα μέντοι σοι μὴ καθεύδειν ἀλλὰ προσέχειν nu moet je niet zitten slapen, maar opletten Plut. Pomp. 15.2; overdr. van zaken:. ἐλπίδες δ’ οὔπω καθεύδουσι mijn hoop is nog niet ingeslapen Eur. Phoen. 634; καθεύδειν ἐᾶν ἐν τῇ γῇ κατακείμενα τὰ τείχη de muren in de grond laten liggen rusten (d.w.z. afzien van vestingwerk) Plat. Lg. 778d; τοὺς νόμους δεῖ σήμερον ἐᾶν καθεύδειν men moet de wetten vandaag ongemoeid laten Plut. Ages. 30.6.
|lstext='''καθεύδω''': (οὕτω καὶ τὰ ἀντίγραφα τοῦ Ἡροδ. 2. 95, ἀλλ’ ἐν νεωτέραις ἐκδόσεσι γράφεται [[κατεύδω]]): παρατ. καθεῦδον, Ὅμ.., Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 495· καθηῦδον Πλάτ. Συμπ 217D, κ. ἀλλ.· ἐκάθευδον Λυσ. 93. 1., 94. 1, Ξεν. Οἰκ. 7. 11: μέλλ. καθευδήσω Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 419, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 30, κτλ.: οὐχὶ Ἀττ. ἀόρ. ἐκαθεύδησα Ἱππ. 538. 54, Λουκ. Ὄρν. 6: πρκμ. καθηύδηκα Ἐπιφάν. Ι. σ. 418. Πλαγιάζω ἵνα κοιμηθῶ, κοιμῶμαι, Ἰλ. Α. 611, Ὀδ. Α. 4, 304., Ζ. 1, Ἡρόδοτ., κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[ἀγρυπνέω]] ἢ [[ἐγρήγορα]], Θέογν. 471, Πλάτ. Φαίδ. 71C. κλ.· καθεύδουσιν [[μάτην]] ἄκραντα [[βάζω]] Αἰσχύλ. Χο. 881· [[οὔτε]] νυκτὸς δύναται καθεύδειν [[οὔτε]] μεθ’ ἡμέραν Πλάτ. Φαῖδρ. 251Ε· τὰς νύκτας οὐ καθεύδομεν, δηλ. ἀγρυπνοῦμεν, Βάτω ἐν «Εὐεργέταις» 1· μαλακῶς καθεύδειν Ἀντιφάν. ἐν «Παρεκδιδομένῃ» 1. 6· σκληρῶς καθεῦδον Τιμοκλ. ἐν «Ἰκαρίοις» 4 - ἐπὶ ἄρρενος καὶ θήλεος, ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι Ὀδ. Θ. 313· καθ. μετά τινος Πλάτ. Συμπ. 219D· - [[καθόλου]], [[διέρχομαι]] τὴν νύκτα, τὴν βουλὴν εἰς ἀκρόπολιν ἰέναι [[κἀκεῖ]] καθ. Ἀνδοκ. 7. 10· - καθ. ἐπὶ ξύλου, ἐπὶ ὄρνιθος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1431· - ἐκ τοῦ καθεύδοντος, ἐκ τῆς καταστάσεως τοῦ ὕπνου, Πλάτ. Φαίδ. 72Β. ΙΙ. μεταφ., διατελῶ [[ἀργός]], οὐ καθεύδουσιν χερὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1357, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 20, Ἀν. 1. 3, 11, Δημ. 438. 15· καθ. τὸν βίον, διέρχεσθαι τὸν βίον ἐν ὕπνῳ, ἐν ἀργίᾳ, Πλάτ. Πολ. 404Α· ἀντίθετον τῷ ἐνεργεῖν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 5, 1· ἀντίθετον τῷ προσέχειν τοῖς πράγμασι, Πλουτ. Πομπ. 15. 2) ἐπὶ πραγμάτων, διατελῶ ἐν ἡσυχίᾳ, [[ἡσυχάζω]], ἐλπίδες [[οὔπω]] καθ. Εὐρ. Φοίν. 634· καθεύδειν ἐᾶν ἐν τῇ γῇ κατακείμενα τείχη Πλάτ. Νόμ. 771D· τοὺς νόμους ἐᾶν καθ. Πλουτ. Ἀγησ. 30. = [[Κατὰ]] τὸν Schleusner, ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἐπὶ τοῦ ὕπνου τοῦ θανάτου, ὡς τὸ κοιμᾶσθαι, ἀλλ’ ἅπαντα τὰ παραδείγματα ἀποδεικνύουσι τὸ [[ἐναντίον]] πλὴν τοῦ ἐν τῇ Α΄ πρὸς Θεσσ. Ἐπιστ. ε΄, 10, [[ἔνθα]] σχετίζεται πρὸς τὴν συνήθη σημασίαν ἐν ἐδαφ. 6· πρβλ. καλὸς [[νέκυς]], οἷα καθεύδων Βίων 1. 71.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj