περιτρομέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> περιτρέμω;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[περιτρομέομαι]], [[περιτρομοῦμαι]] (<i>impf. 3ᵉ pl. épq.</i> περιτρομέοντο) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τρόμος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> περιτρέμω;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[περιτρομέομαι]], [[περιτρομοῦμαι]] (<i>impf. 3ᵉ pl. épq.</i> περιτρομέοντο) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τρόμος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιτρομέω''': [[περιτρέμω]], Κόϊντ. Σμ. 3.182, 364. ― Μέσ., σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν, αἱ σάρκες [[αὐτοῦ]] ἔτρεμον περὶ τὰ [[μέλη]] του, Ὀδλ. Σ. 77· ― μετ’ αἰτ., Κόϊντ. Σμ. 3.182.
|elnltext=περιτρομέω [περί, τρέμω] ep. imperf. 3. plur. περιτρομέοντο, meestal med. trillen van angst.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιτρομέω:''' = [[περιτρέμω]] — Μέσ., <i>σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν</i>, οι σάρκες του έτρεμαν πάνω στα [[μέλη]] του, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''περιτρομέω:''' = [[περιτρέμω]] — Μέσ., <i>σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν</i>, οι σάρκες του έτρεμαν πάνω στα [[μέλη]] του, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=περιτρομέω [περί, τρέμω] ep. imperf. 3. plur. περιτρομέοντο, meestal med. trillen van angst.
|lstext='''περιτρομέω''': [[περιτρέμω]], Κόϊντ. Σμ. 3.182, 364. ― Μέσ., σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν, αἱ σάρκες [[αὐτοῦ]] ἔτρεμον περὶ τὰ [[μέλη]] του, Ὀδλ. Σ. 77· ― μετ’ αἰτ., Κόϊντ. Σμ. 3.182.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[περιτρέμω]]<br />Mid., σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν all the [[flesh]] crept on his limbs, Od.
|mdlsjtxt== [[περιτρέμω]]<br />Mid., σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν all the [[flesh]] crept on his limbs, Od.
}}
}}