3,274,418
edits
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ακος (ἡ) :<br /><b>I.</b> escalier;<br /><b>II.</b> échelle, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> échelle de siège;<br /><b>2</b> échelle de navire;<br /><b>III.</b> croc en jambe.<br />'''Étymologie:''' R. Κλι, v. [[κλίνω]]. | |btext=ακος (ἡ) :<br /><b>I.</b> escalier;<br /><b>II.</b> échelle, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> échelle de siège;<br /><b>2</b> échelle de navire;<br /><b>III.</b> croc en jambe.<br />'''Étymologie:''' R. Κλι, v. [[κλίνω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κλῖμαξ -ακος, ἡ [κλίνω] ladder, trap; geneesk. ladder (om ledematen recht te trekken). pijnbank:. ἐν κλίμακι δεῖν op de pijnbank vastbinden Aristoph. Ran. 618. omklemming (bij het worstelen). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κλῖμαξ:''' ᾰκος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[лестница]] (ὑψηλή Hom.; κλίμακος προσαμβάσεις Aesch.; κλίμακας προστιθέναι Thuc.): κλίμακες Βραυρώνιαι Eur. терассы (уступы) Браврона (см. [[Βραυρών]]);<br /><b class="num">2)</b> мор. [[трап]] Eur.;<br /><b class="num">3)</b> [[дыба]]: ἐν κλίμακι δῆσαί τινα Arph. растянуть на дыбе кого-л.;<br /><b class="num">4)</b> «[[лестница]]» (особый прием борьбы) Soph.;<br /><b class="num">5)</b> рит. [[климакс]] (лат. [[gradatio]], ряд близких по основному смыслу, но возрастающих по силе слов Cic., Quint., напр.: ᾤχωκ᾽, [[ὄλωλα]], διαπεπόρθημαι Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 34: | ||
|lsmtext='''κλῖμαξ:''' ᾰκος, ἡ ([[κλίνω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σκάλα]] ([[επειδή]] είναι πλάγια γερμένη), σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[ανεμόσκαλα]], πολιορκητική [[σκάλα]], σε Θουκ., Ξεν.· <i>κλίμακος προσαμβάσεις</i>, σε Αισχύλ.· [[σκάλα]] πλοίου, σε Ευρ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[σκελετός]] με εγκάρσια δοκάρια, πάνω στα οποία δένονταν άνθρωποι για βασανισμό, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> στον Σοφ., κλίμακες [[ἀμφίπλεκτοι]], «συμπεπλεγμένες σκάλες», για να εκφράσει την [[εμπλοκή]] των μελών των παλαιστών [[μεταξύ]] τους.<br /><b class="num">IV.</b> [[κλίμακα]], δηλ. σταδιακή [[άνοδος]] από ασθενέστερες εκφράσεις σε δυνατότερες, Λατ. [[gradatio]], όπως το abiit, evasit, erupit, του Κικ. | |lsmtext='''κλῖμαξ:''' ᾰκος, ἡ ([[κλίνω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σκάλα]] ([[επειδή]] είναι πλάγια γερμένη), σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[ανεμόσκαλα]], πολιορκητική [[σκάλα]], σε Θουκ., Ξεν.· <i>κλίμακος προσαμβάσεις</i>, σε Αισχύλ.· [[σκάλα]] πλοίου, σε Ευρ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[σκελετός]] με εγκάρσια δοκάρια, πάνω στα οποία δένονταν άνθρωποι για βασανισμό, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III.</b> στον Σοφ., κλίμακες [[ἀμφίπλεκτοι]], «συμπεπλεγμένες σκάλες», για να εκφράσει την [[εμπλοκή]] των μελών των παλαιστών [[μεταξύ]] τους.<br /><b class="num">IV.</b> [[κλίμακα]], δηλ. σταδιακή [[άνοδος]] από ασθενέστερες εκφράσεις σε δυνατότερες, Λατ. [[gradatio]], όπως το abiit, evasit, erupit, του Κικ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κλῑμαξ''': -ᾰκος, ἡ, ([[κλίνω]]) «[[σκάλα]]» (ὀνομασθεῖσα [[οὕτως]] ὡς κεκλιμένη πλαγίως), Ὀδ. Α. 330, Κ. 558, κτλ.· ― κλῖμαξ κινητὴ πολεμική, Θουκ. 3. 23, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 7, κτλ.· καὶ κλίμακος προσαμβάσεις ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 466, πρβλ. Εὐριπ. Φοιν. 489· κλίμακας προσβάλλειν Εὐρ. Ἱκέτ. 495· προστιθέναι Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― κλῖμαξ πλοίου, ἀλλαχοῦ [[ἀποβάθρα]], Εὐρ. Ι. Τ. 1351, 1382, Θεόκρ. 22. 30· ― κλῖμαξ ἑλικτή, περιελισσομένη, [[ἑλικοειδής]], κλῖμαξ στυππίνη, ἐκ σχοινίου, Ἀρχ. Μαθ. σ. 102. ΙΙ. κλιμακοειδὲς κολαστήριον [[ὄργανον]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 618. 2) ἕτερον ἐν χρήσει πρὸς θεραπείαν ἐξαρθρώσεων, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· κλῖμαξ ἔχουσα κλιμακτῆρας, δηλ. βαθμίδας, [[ἤτοι]] ξυλίνας διαδοκίδας, [[αὐτόθι]] 838· ἀντὶ τοῦ κλιμακτὴρ ὁ αὐτὸς μεταχειρίζεται [[ἐπίσης]] καὶ τὴν λέξιν [[κλιμάκιον]], [[αὐτόθι]] 782· πρβλ. Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 502. ΙΙΙ. ἐν Σοφ. Τρ. 521, κλίμακες ἀμφίπλεκτοι κεῑται ἐπί τινος παλαιστικοῦ τεχνάσματος, [[ὅπερ]] κατὰ διαφόρους τρόπους ἑρμηνεύεται, ἴδε Ἕρμανν., [[ὅστις]] παραβάλλει, Ὁβιδ. Μεταμορφ. 9. 51 κἑξ.· πρβλ. [[κλιμακίζω]], ἴδε καὶ σημείωσιν Jebb. ἐν τόπῳ. IV. ἐν τῇ Ρητορικῇ, κλῖμαξ, ἡ βαθμιαία [[ἀνάβασις]] ἀπὸ ἀσθενεστέρων ἐκφράσεων εἰς ἰσχυροτέρας, Λατ. gradatio, ὡς παρὰ Δημ. 228. 9 κἑξ.· οὕτω παρὰ Κικέρωνι abiit, evasit, erubit· πρβλ. de Orat. 3. 54, Λογγῖνος 23, Κοϊντιλλ. 9. 3. V. [[μέρος]] τοῦ ἅρματος, πρόμηκες [[ξύλον]] τεθειμένον [[ὑπεράνω]] τοῦ ἄξονος, στενούμενον πρὸς τὰ ἄνω [[κλιμακηδόν]], Ἀρρ. Ἀν. 5. 7. 11, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 253. VI. [[φέρετρον]], πρβλ. [[κλιμακοφόρος]] 2. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |