3,274,919
edits
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EL==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpel |wkeltx=$3 }}$4") |
||
Line 40: | Line 40: | ||
|mltxt=η / [[φῦσα]], ΝΑ<br /><b>1.</b> [[φυσητήρας]], [[φυσερό]] για τη [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> τα [[αέρια]] τών εντέρων, η [[πορδή]] («[[φύσας]] τε καὶ [[κατάρρους]] νοσήμασιν ὀνόματα τίθεσθαι ἀναγκάζειν τοὺς κομψοὺς Ἀσκληπιάδας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσιολ.</b> τα [[αέρια]] που παράγονται από τη [[δραστηριότητα]] τών μικροβίων [[κατά]] τη [[ζύμωση]] και τη [[σήψη]] τών τροφών στο [[έντερο]] ή προέρχονται από τον αέρα που καταπίνεται με το [[φαγητό]] και τα οποία διαφεύγουν από τον πρωκτό<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] πνευμονοφόρων γαστερόποδων [[μαλακίων]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[φυσίδες]] της υπέρταξης βασσοματοφόρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σωλήνας]] φυσερού<br /><b>2.</b> ξαφνική [[πνοή]] ανέμου<br /><b>3.</b> το [[ρεύμα]] του αέρα που παράγεται από τη [[φωτιά]]<br /><b>4.</b> [[κύστη]], [[φούσκα]]<br /><b>5.</b> [[πρόλοβος]] πτηνού<br /><b>6.</b> [[φυσαλλίδα]], [[φουσκάλα]]<br /><b>7.</b> [[κομπασμός]], αλαζονική [[συμπεριφορά]]<br /><b>8.</b> [[κρατήρας]] ηφαιστείου<br /><b>9.</b> [[ονομασία]] ψαριού του Νείλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ., η οποία ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pŭ</i>- / <i>phu</i>- —[[προϊόν]] ονοματοποιίας από τον ήχο που παράγεται από υλικά που φουσκώνουν και σκάνε [[καθώς]] ψήνονται— και έχει σχηματιστεί, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], από μια [[μορφή]] <i>p</i>(<i>h</i>)<i>u</i>-<i>s</i>- της ρίζας με [[παρέκταση]] -<i>s</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>pussula</i> / <i>pustula</i> «[[φυσαλλίδα]]», λιθουαν. <i>p</i><i>ū</i><i>slẽ</i> «[[φυσαλλίδα]]», <i>pŭsti</i> «[[φυσώ]]») και [[επίθημα]] -<i>σă</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δόξă</i>, <i>κνῖσă</i>): <i>φῡσ</i>-<i>σă</i> <span style="color: red;"><</span> [[φῦσα]], με [[απλοποίηση]] τών δύο -<i>σσ</i>-. Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] η [[άποψη]] ότι η λ. [[φῦσα]] μπορεί να ερμηνευθεί μέσω τών τ. <i>φυκ</i>-<i>jα</i> (από μια [[μορφή]] <i>p</i>[[h]]<i>u</i>-<i>k</i>- της ρίζας, <b>πρβλ.</b> αρμ. <i>p</i>'<i>uk</i>' «[[πνοή]], [[άνεμος]]») ή <i>φυτ</i>-<i>jα</i> (από μια [[μορφή]] <i>p</i>[[h]]<i>u</i>-<i>t</i>-, <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>ph</i><i>ū</i><i>tkaroti</i> «φυσά»). Η [[άποψη]] αυτή, όμως, δεν θεωρείται πιθανή]. | |mltxt=η / [[φῦσα]], ΝΑ<br /><b>1.</b> [[φυσητήρας]], [[φυσερό]] για τη [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> τα [[αέρια]] τών εντέρων, η [[πορδή]] («[[φύσας]] τε καὶ [[κατάρρους]] νοσήμασιν ὀνόματα τίθεσθαι ἀναγκάζειν τοὺς κομψοὺς Ἀσκληπιάδας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσιολ.</b> τα [[αέρια]] που παράγονται από τη [[δραστηριότητα]] τών μικροβίων [[κατά]] τη [[ζύμωση]] και τη [[σήψη]] τών τροφών στο [[έντερο]] ή προέρχονται από τον αέρα που καταπίνεται με το [[φαγητό]] και τα οποία διαφεύγουν από τον πρωκτό<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] πνευμονοφόρων γαστερόποδων [[μαλακίων]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[φυσίδες]] της υπέρταξης βασσοματοφόρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σωλήνας]] φυσερού<br /><b>2.</b> ξαφνική [[πνοή]] ανέμου<br /><b>3.</b> το [[ρεύμα]] του αέρα που παράγεται από τη [[φωτιά]]<br /><b>4.</b> [[κύστη]], [[φούσκα]]<br /><b>5.</b> [[πρόλοβος]] πτηνού<br /><b>6.</b> [[φυσαλλίδα]], [[φουσκάλα]]<br /><b>7.</b> [[κομπασμός]], αλαζονική [[συμπεριφορά]]<br /><b>8.</b> [[κρατήρας]] ηφαιστείου<br /><b>9.</b> [[ονομασία]] ψαριού του Νείλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ., η οποία ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pŭ</i>- / <i>phu</i>- —[[προϊόν]] ονοματοποιίας από τον ήχο που παράγεται από υλικά που φουσκώνουν και σκάνε [[καθώς]] ψήνονται— και έχει σχηματιστεί, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], από μια [[μορφή]] <i>p</i>(<i>h</i>)<i>u</i>-<i>s</i>- της ρίζας με [[παρέκταση]] -<i>s</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>pussula</i> / <i>pustula</i> «[[φυσαλλίδα]]», λιθουαν. <i>p</i><i>ū</i><i>slẽ</i> «[[φυσαλλίδα]]», <i>pŭsti</i> «[[φυσώ]]») και [[επίθημα]] -<i>σă</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δόξă</i>, <i>κνῖσă</i>): <i>φῡσ</i>-<i>σă</i> <span style="color: red;"><</span> [[φῦσα]], με [[απλοποίηση]] τών δύο -<i>σσ</i>-. Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] η [[άποψη]] ότι η λ. [[φῦσα]] μπορεί να ερμηνευθεί μέσω τών τ. <i>φυκ</i>-<i>jα</i> (από μια [[μορφή]] <i>p</i>[[h]]<i>u</i>-<i>k</i>- της ρίζας, <b>πρβλ.</b> αρμ. <i>p</i>'<i>uk</i>' «[[πνοή]], [[άνεμος]]») ή <i>φυτ</i>-<i>jα</i> (από μια [[μορφή]] <i>p</i>[[h]]<i>u</i>-<i>t</i>-, <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>ph</i><i>ū</i><i>tkaroti</i> «φυσά»). Η [[άποψη]] αυτή, όμως, δεν θεωρείται πιθανή]. | ||
}} | }} | ||
= | {{wkpel | ||
Φύσα, αέρια εντέρου, αέρια από το έντερο ή απλά αέρια ονομάζονται τα αέρια που απελευθερώνονται από τον πρωκτό. Τα αέρια του εντέρου είναι κυρίως παράγωγα του πεπτικού συστήματος και της διαδικασίας της πέψης, μπορεί όμως να πρόκειται και για απλό αέρα που έχει εισέλθει στο σώμα μέσω της διαδικασίας της κατάποσης (αεροφαγία). Ο ήχος που ορισμένες φορές συνοδεύει την απελευθέρωση των αερίων παράγεται από την παλινδρομική ταλάντωση του πρωκτού. Η υπερβολική παραγωγή αερίων περιγράφεται ως μετεωρισμός. | |wkeltx=Φύσα, αέρια εντέρου, αέρια από το έντερο ή απλά αέρια ονομάζονται τα αέρια που απελευθερώνονται από τον πρωκτό. Τα αέρια του εντέρου είναι κυρίως παράγωγα του πεπτικού συστήματος και της διαδικασίας της πέψης, μπορεί όμως να πρόκειται και για απλό αέρα που έχει εισέλθει στο σώμα μέσω της διαδικασίας της κατάποσης (αεροφαγία). Ο ήχος που ορισμένες φορές συνοδεύει την απελευθέρωση των αερίων παράγεται από την παλινδρομική ταλάντωση του πρωκτού. Η υπερβολική παραγωγή αερίων περιγράφεται ως μετεωρισμός. | ||
}} | |||
{{trml | {{trml | ||
|trtx=Afrikaans: blaasbalk; Albanian: shakull; Arabic: مِنْفَاخ; Armenian: փուքս; Aromanian: foali; Azerbaijani: körük; Bashkir: күрек; Belarusian: сильфон; Bulgarian: духало; Catalan: manxa; Cebuano: tayhop; Chinese Mandarin: 風箱, 风箱; Czech: měch; Danish: blæsebælg; Dutch: blaasbalg; Esperanto: balgo; Estonian: lõõts; Finnish: palkeet; French: soufflet; Friulian: soflet; Galician: fol, barquín; German: Blasebalg; Greek: φυσητήρας, φυσερό, φυσούνα; Ancient Greek: φυσητήρ; Hausa: mafuri, zigazigai; Hungarian: fújtaró; Icelandic: físir, físar, físibelgur, físibelgir; Indonesian: puputan; Irish: boilg; Italian: soffietto, mantice; Japanese: 鞴; Korean: 풀무; Latin: follis; Latvian: plēšas; Lithuanian: dùmplės; Macedonian: мев; Malay: belos, hububan, ubub; Maori: pupuhiahi; Mongolian: хөөрөг; Nogai: коьрик; Norwegian Bokmål: blåsebelg; Nynorsk: blåsebelg; Occitan: bufet; Old Irish: bolg or; Old Prussian: moasis; Polish: miech; Portuguese: fole; Romanian: foale; Russian: меха́, мехи́; Serbo-Croatian: mijeh, mȇh; Slovak: mech; Somali: goosimo; Southern Altai: кӧрӱк; Spanish: fuelle; Sudovian: maisis; Swahili: mvukuto, mifua; Swedish: blåsbälg; Tagalog: bubulusan, bulusan, puwelye; Turkish: körük; Ukrainian: міх; Uzbek: bosqon, dam; Venetian: folo, foło, fol, supieto; Vietnamese: bể; Welsh: megin; White Hmong: lwj; Zulu: izifutho | |trtx=Afrikaans: blaasbalk; Albanian: shakull; Arabic: مِنْفَاخ; Armenian: փուքս; Aromanian: foali; Azerbaijani: körük; Bashkir: күрек; Belarusian: сильфон; Bulgarian: духало; Catalan: manxa; Cebuano: tayhop; Chinese Mandarin: 風箱, 风箱; Czech: měch; Danish: blæsebælg; Dutch: blaasbalg; Esperanto: balgo; Estonian: lõõts; Finnish: palkeet; French: soufflet; Friulian: soflet; Galician: fol, barquín; German: Blasebalg; Greek: φυσητήρας, φυσερό, φυσούνα; Ancient Greek: φυσητήρ; Hausa: mafuri, zigazigai; Hungarian: fújtaró; Icelandic: físir, físar, físibelgur, físibelgir; Indonesian: puputan; Irish: boilg; Italian: soffietto, mantice; Japanese: 鞴; Korean: 풀무; Latin: follis; Latvian: plēšas; Lithuanian: dùmplės; Macedonian: мев; Malay: belos, hububan, ubub; Maori: pupuhiahi; Mongolian: хөөрөг; Nogai: коьрик; Norwegian Bokmål: blåsebelg; Nynorsk: blåsebelg; Occitan: bufet; Old Irish: bolg or; Old Prussian: moasis; Polish: miech; Portuguese: fole; Romanian: foale; Russian: меха́, мехи́; Serbo-Croatian: mijeh, mȇh; Slovak: mech; Somali: goosimo; Southern Altai: кӧрӱк; Spanish: fuelle; Sudovian: maisis; Swahili: mvukuto, mifua; Swedish: blåsbälg; Tagalog: bubulusan, bulusan, puwelye; Turkish: körük; Ukrainian: міх; Uzbek: bosqon, dam; Venetian: folo, foło, fol, supieto; Vietnamese: bể; Welsh: megin; White Hmong: lwj; Zulu: izifutho | ||
}} | }} |