3,274,919
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΑ, και [[σκοπός]], ἡ, Α<br />[[φρουρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[οπλίτης]] που τάσσεται σε ορισμένη [[θέση]], τη [[σκοπιά]], από την οποία φυλάσσει έναν ορισμένο τομέα στρατιωτικής εγκατάστασης, όπως, λ.χ., στρατοπέδου, κτηρίου, αποθήκης, μόνιμης ή προσωρινής, ἡ, σε καιρό πολέμου, στρατιωτικής διάταξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άτομο]] που επιβλέπει και επισκοπεί, [[παρατηρητής]]<br /><b>2.</b> [[επιστάτης]] οίκου, [[οικονόμος]]<br /><b>3.</b> [[φρουρός]] [[κατά]] την [[διάρκεια]] πολέμου, που επόπτευε τον [[γύρω]] χώρο από ένα ψηλό [[σημείο]]<br /><b>4.</b> (για θεούς και βασιλείς) [[φύλακας]], [[προστάτης]], [[ανώτατος]] [[επόπτης]] («εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θυατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> (ειδικά) ο [[αφέντης]] που επιβλέπει άγρυπνα («πρὸς οἷα δουλείας ζυγὰ χωροῦμεν, οἷοι νῷν ἐφεστᾱσιν σκοποί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ανιχνευτής]] («σκοποὺς και κατοπτῆρας ἔπεμψα», ΑΙσχυλ.)<br /><b>7.</b> [[αγγελιαφόρος]]<br /><b>8.</b> (με αρνητ. σημ.) [[άτομο]] που παρακολουθεί [[κρυφά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σκοπ</i>- του [[σκέπτομαι]]. Η σημ. της λ. [[σκοπός]] (Ι) [[είναι]] ενεργητική αναφορικά [[προς]] τη σημ. του [[σκοπός]] (ΙΙ) (<b>βλ.</b> και λ. [[σκέπτομαι]])].<br /> <b>(II)</b><br />ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[σημείο]] ή [[αντικείμενο]] στο οποίο προσηλώνει [[κανείς]] τη [[ματιά]] του και, [[κυρίως]], [[σημείο]] βολής, [[στόχος]], [[σημάδι]] (α. «επί σκοπόν»<br />[στρ. [[παράγγελμα]]] σκοπεύσατε<br />β. «πάντες [[ὥστε]] τοξόται σκοποῦ τοξεύετ' ἀνδρὸς τοῦδε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> εκείνο στο οποίο αποβλέπει [[κανείς]], [[βλέψη]], [[πρόθεση]], [[επιδίωξη]] (α. «αγωνιζόμαστε για έναν [[ιερό]] σκοπό, την [[ελευθερία]]» β. «ἀποβλέποντες εἰς τὸν σκοπὸν τῆς ἀληθείας αὐτοῦ», Αθανάσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μελωδία]] («έπαιξε έναν όμορφο σκοπό» β. «το [[σύθεμα]] του τραγουδιού και του σκοπού η γλυκότη», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αντικειμενικός]] [[σκοπός]]» — [[τελικός]] [[σκοπός]] μιας ενέργειας<br />β) «από σκοπού» — σκόπιμα, [[επίτηδες]]<br />γ) «έχω σκοπό να...» — [[προτίθεμαι]], [[σκοπεύω]] να...<br />δ) «δεν το 'χω σκοπό να...» — δεν [[είμαι]] διατεθειμένος να...<br />ε) «έχω καλό σκοπό» — [[σκέπτομαι]] με τίμιο τρόπο, έχω καλές προθέσεις<br />στ) «ο [[σκοπός]] αγιάζει [ή δεν αγιάζει] τα [[μέσα]]» — για την [[επίτευξη]] ενός καλού και υψηλού σκοπού μπορούν [ή δεν μπορούν] να χρησιμοποιηθούν οποιαδήποτε [[μέσα]]<br />ζ) «[[σκοπός]] βολής»<br /><b>στρ.</b> [[τεχνητός]] [[στόχος]] που χρησιμοποιείται [[κατά]] την [[εκπαίδευση]] στη [[σκοποβολή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σημασία]], [[νόημα]] («α. «εἰ... τὸν... σκοπὸν τὸν ἐκκλησιαστικὸν ὡς ἄγκυραν τῆς πίστεως ἐπεγίνωσκον», Αθανάσ.<br />β. «[[ἄνευ]] τῆς εὑρέσεως τοῦ σκοποῦ οὐκ | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΑ, και [[σκοπός]], ἡ, Α<br />[[φρουρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[οπλίτης]] που τάσσεται σε ορισμένη [[θέση]], τη [[σκοπιά]], από την οποία φυλάσσει έναν ορισμένο τομέα στρατιωτικής εγκατάστασης, όπως, λ.χ., στρατοπέδου, κτηρίου, αποθήκης, μόνιμης ή προσωρινής, ἡ, σε καιρό πολέμου, στρατιωτικής διάταξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άτομο]] που επιβλέπει και επισκοπεί, [[παρατηρητής]]<br /><b>2.</b> [[επιστάτης]] οίκου, [[οικονόμος]]<br /><b>3.</b> [[φρουρός]] [[κατά]] την [[διάρκεια]] πολέμου, που επόπτευε τον [[γύρω]] χώρο από ένα ψηλό [[σημείο]]<br /><b>4.</b> (για θεούς και βασιλείς) [[φύλακας]], [[προστάτης]], [[ανώτατος]] [[επόπτης]] («εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θυατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> (ειδικά) ο [[αφέντης]] που επιβλέπει άγρυπνα («πρὸς οἷα δουλείας ζυγὰ χωροῦμεν, οἷοι νῷν ἐφεστᾱσιν σκοποί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ανιχνευτής]] («σκοποὺς και κατοπτῆρας ἔπεμψα», ΑΙσχυλ.)<br /><b>7.</b> [[αγγελιαφόρος]]<br /><b>8.</b> (με αρνητ. σημ.) [[άτομο]] που παρακολουθεί [[κρυφά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σκοπ</i>- του [[σκέπτομαι]]. Η σημ. της λ. [[σκοπός]] (Ι) [[είναι]] ενεργητική αναφορικά [[προς]] τη σημ. του [[σκοπός]] (ΙΙ) (<b>βλ.</b> και λ. [[σκέπτομαι]])].<br /> <b>(II)</b><br />ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[σημείο]] ή [[αντικείμενο]] στο οποίο προσηλώνει [[κανείς]] τη [[ματιά]] του και, [[κυρίως]], [[σημείο]] βολής, [[στόχος]], [[σημάδι]] (α. «επί σκοπόν»<br />[στρ. [[παράγγελμα]]] σκοπεύσατε<br />β. «πάντες [[ὥστε]] τοξόται σκοποῦ τοξεύετ' ἀνδρὸς τοῦδε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> εκείνο στο οποίο αποβλέπει [[κανείς]], [[βλέψη]], [[πρόθεση]], [[επιδίωξη]] (α. «αγωνιζόμαστε για έναν [[ιερό]] σκοπό, την [[ελευθερία]]» β. «ἀποβλέποντες εἰς τὸν σκοπὸν τῆς ἀληθείας αὐτοῦ», Αθανάσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μελωδία]] («έπαιξε έναν όμορφο σκοπό» β. «το [[σύθεμα]] του τραγουδιού και του σκοπού η γλυκότη», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αντικειμενικός]] [[σκοπός]]» — [[τελικός]] [[σκοπός]] μιας ενέργειας<br />β) «από σκοπού» — σκόπιμα, [[επίτηδες]]<br />γ) «έχω σκοπό να...» — [[προτίθεμαι]], [[σκοπεύω]] να...<br />δ) «δεν το 'χω σκοπό να...» — δεν [[είμαι]] διατεθειμένος να...<br />ε) «έχω καλό σκοπό» — [[σκέπτομαι]] με τίμιο τρόπο, έχω καλές προθέσεις<br />στ) «ο [[σκοπός]] αγιάζει [ή δεν αγιάζει] τα [[μέσα]]» — για την [[επίτευξη]] ενός καλού και υψηλού σκοπού μπορούν [ή δεν μπορούν] να χρησιμοποιηθούν οποιαδήποτε [[μέσα]]<br />ζ) «[[σκοπός]] βολής»<br /><b>στρ.</b> [[τεχνητός]] [[στόχος]] που χρησιμοποιείται [[κατά]] την [[εκπαίδευση]] στη [[σκοποβολή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σημασία]], [[νόημα]] («α. «εἰ... τὸν... σκοπὸν τὸν ἐκκλησιαστικὸν ὡς ἄγκυραν τῆς πίστεως ἐπεγίνωσκον», Αθανάσ.<br />β. «[[ἄνευ]] τῆς εὑρέσεως τοῦ σκοποῦ οὐκ ὠφελεῖ ἡ [[γραφή]]», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δοκιμασία]], [[βάσανος]] («οὐ δι' ἁμαρτίας ἐστίν, ἀλλὰ δι' ἀγῶνα καὶ σκοπὸν ἀνδρείας», Δίδ. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[αγώνας]] σκοποβολής<br /><b>3.</b> [[είδος]] χορού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπὶ σκοπὸν [[βάλλω]]» — [[σημαδεύω]]<br />β) «ἐπὶ τῷ πρώτῳ σκοπῷ»<br /><b>ιατρ.</b> με [[συνένωση]] τών χειλέων του τραύματος<br />γ) «[[κατά]] δεύτερον σκοπόν»<br /><b>ιατρ.</b> με [[σαρκοφυΐα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σκοπ</i>- του [[σκέπτομαι]] με παθητική σημ., <b>πρβλ.</b> [[σκοπός]] (Ι) (<b>βλ.</b> και λ. [[σκέπτομαι]])].<br /> <b>(III)</b><br />ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] παρυδάτιων πελαγόμορφων πτηνών, το μοναδικό της οικογένειας σκοπίδες και με ένα μόνο [[είδος]], που απαντά στην Αφρική, νότια της Σαχάρας, στη Μαδαγασκάρη και στη νοτιοδυτική Αραβία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>scopus</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |