3,274,916
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> celui <i>ou</i> celle qui observe, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> celui qui observe de haut <i>ou</i> de loin : σκοποὶ ἷζον ἐπ’ ἄκριας ἠνεμοέσσας OD des observateurs étaient postés sur les hauteurs battues des vents ; espion, <i>ou en gén.</i> messager envoyé pour prendre des informations;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> surveillant, surveillante ; gardien, gardienne, <i>d'où</i> maître : σκοπὸς γυναικῶν δμῳάων OD surveillante des femmes de service ; <i>particul.</i> surveillant des jeux;<br /><b>II.</b> ὁ [[σκοπός]] but : σκοπὸν βάλλειν OD, ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν XÉN viser (chercher à atteindre) le but ; ἀπὸ σκοποῦ OD, ἀπὸ [[τοῦ]] σκοποῦ XÉN en dehors <i>ou</i> loin du but, hors de propos.<br />'''Étymologie:''' [[σκέπτομαι]]. | |btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> celui <i>ou</i> celle qui observe, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> celui qui observe de haut <i>ou</i> de loin : σκοποὶ ἷζον ἐπ’ ἄκριας ἠνεμοέσσας OD des observateurs étaient postés sur les hauteurs battues des vents ; espion, <i>ou en gén.</i> messager envoyé pour prendre des informations;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> surveillant, surveillante ; gardien, gardienne, <i>d'où</i> maître : σκοπὸς γυναικῶν δμῳάων OD surveillante des femmes de service ; <i>particul.</i> surveillant des jeux;<br /><b>II.</b> ὁ [[σκοπός]] but : σκοπὸν βάλλειν OD, ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν XÉN viser (chercher à atteindre) le but ; ἀπὸ σκοποῦ OD, ἀπὸ [[τοῦ]] σκοποῦ XÉN en dehors <i>ou</i> loin du but, hors de propos.<br />'''Étymologie:''' [[σκέπτομαι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκοπός -οῦ, ὁ [~ σκέπτομαι] van pers.: iemand die nauwkeurig kijkt toezichthouder, opzichter:; γυναικῶν δμῳάων σ. opzichtster van de vrouwenvertrekken Od. 22.396; meer alg. baas, meester. bewaker, wacht:; σκοποὶ ἷζον ἐπ’ ἄκριας ἠνεμοέσσας wachten gingen zitten op de windrijke bergtoppen Od. 16.365; als [[epithet]] van koningen en goden bewaker, beschermer. verkenner, spion; informant, boodschapper. van zaken: dat wat men in het oog houdt doel(wit):; ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον houd de boog nu gericht op het doelwit Pind. O. 2.89; uitdr.. ἀπὸ σκοποῦ verkeerd Od. 11.344. overdr. doel(stelling), bedoeling:. ἀποτυγχάνω τοῦ σκοποῦ ik mis het doel Plat. Lg. 744a; στοχάζεσθαι σκοποῦ streven naar een doel Plat. Resp. 519c. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκοπός:''' ὁ, редко Hom. ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[наблюдатель]], [[соглядатай]], [[разведчик]] (σκόποι σημαίνουσι τοῖς ἄλλοις ὅ τι ἄν ὁρῶσι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[надсмотрщик]], [[смотритель]] (ἡ γυναικῶν δμωάων σ. Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[страж]], [[хранитель]] (Ὀλύμπου Pind.; βροτῶν Aesch.): σ. εἶναι τῶν εἰρημένων Soph. быть блюстителем распоряжений;<br /><b class="num">4)</b> [[цель]]: σκοπὸν βάλλειν Hom. и ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν Xen. метить в цель; σκοποῦ ἀποτυγχάνειν или [[ἁμαρτεῖν]] Plat. бить мимо цели, промахиваться; παρὰ σκοπόν Pind. и ἀπὸ (τοῦ) σκοποῦ Hom., Xen., Plat. мимо цели, т. е. невпопад, впустую. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 36: | Line 42: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκοπός:''' ὁ και ἡ ([[σκέπτομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που φυλάσσει, [[φρουρός]], αυτός που παρατηρεί όσα συμβαίνουν, [[επόπτης]], [[επιστάτης]], σε Όμηρ.· λέγεται για θεούς και βασιλείς, [[φύλακας]], [[φρουρός]], [[προστάτης]], Ὀλύμπου [[σκοπός]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φύλακας]], [[φρουρός]] που έχει τοποθετηθεί στη [[σκοπιά]], Λατ. [[speculator]], σε Όμηρ., Ξεν.· αυτός που παραφυλάει ή υποδεικνύει το [[θήραμα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[κατάσκοπος]], αυτός που περιπολεί, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μακρινό [[αντικείμενο]] στο οποίο [[κάποιος]] προσηλώνει τα μάτια του, [[σημάδι]], [[στόχος]], Λατ. [[scopus]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπὸ σκοποῦ</i>, [[μακριά]] από τον στόχο, στο ίδ.· έτσι, <i>παρὰ σκοπόν</i>, σε Πίνδ.· σκοποῦ [[τυχεῖν]], [[βρίσκω]], [[πετυχαίνω]] τον στόχο, στον ίδ.· <i>ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[στόχος]], [[σκοπός]], [[πρόθεση]], [[επιδίωξη]], [[αντικείμενο]] όπου μεταβαίνει μια [[ενέργεια]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''σκοπός:''' ὁ και ἡ ([[σκέπτομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που φυλάσσει, [[φρουρός]], αυτός που παρατηρεί όσα συμβαίνουν, [[επόπτης]], [[επιστάτης]], σε Όμηρ.· λέγεται για θεούς και βασιλείς, [[φύλακας]], [[φρουρός]], [[προστάτης]], Ὀλύμπου [[σκοπός]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φύλακας]], [[φρουρός]] που έχει τοποθετηθεί στη [[σκοπιά]], Λατ. [[speculator]], σε Όμηρ., Ξεν.· αυτός που παραφυλάει ή υποδεικνύει το [[θήραμα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[κατάσκοπος]], αυτός που περιπολεί, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μακρινό [[αντικείμενο]] στο οποίο [[κάποιος]] προσηλώνει τα μάτια του, [[σημάδι]], [[στόχος]], Λατ. [[scopus]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπὸ σκοποῦ</i>, [[μακριά]] από τον στόχο, στο ίδ.· έτσι, <i>παρὰ σκοπόν</i>, σε Πίνδ.· σκοποῦ [[τυχεῖν]], [[βρίσκω]], [[πετυχαίνω]] τον στόχο, στον ίδ.· <i>ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[στόχος]], [[σκοπός]], [[πρόθεση]], [[επιδίωξη]], [[αντικείμενο]] όπου μεταβαίνει μια [[ενέργεια]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |