τότε: Difference between revisions

No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 39: Line 39:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)[[τότενες]] Ν, και δωρ. τ. [[τόκα]] και αιολ. τ. τότα και [[τύτε]] Α<br /><b>1.</b> (συσχετικό [[προς]] το [[πότε]], [[οπότε]], <i>ὅτε</i>) <i>σ</i>' εκείνο το [[χρονικό]] [[σημείο]] του παρελθόντος ή του μέλλοντος, σ' [[εκείνη]] την [[περίσταση]] (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες [[χαρά]] [[μεγάλη]]», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «όταν έλθει, [[τότε]] θα του μιλήσω ανοιχτά» γ. «νῦν σφε προσαυδᾷς, τότ' ἀπωσάμενος», <b>Ευρ.</b><br />δ. «λέξεις καὶ [[τότε]] [[εἴσομαι]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως συμπερ.) σε τέτοια [[περίπτωση]], [[λοιπόν]] (α. «[[αφού]] δεν δέχεσαι, [[τότε]] θ' αλλάξω κι εγώ [[τακτική]]» β. «αν δεν μέ χρειάζεσαι, [[τότε]] να φύγω» γ. «ἀλλ' [[ὅμως]] δίκαιον [[τότε]] τούτοις, τοὺς μὲν πονηροὺς ὠφελεῖν, τοὺς δὲ ἀγαθοὺς βλάπτειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (με έναρθρο ουσ.) αυτός που ήταν εκείνον τον χρόνο, αυτός που υπήρχε [[εκείνη]] τη χρονική περίοδο ή [[στιγμή]] (α. «ο [[τότε]] [[πρωθυπουργός]] αρνήθηκε κατηγορηματικά» β. «ὁ [[τότε]] [[κόσμος]]», ΚΔ<br />γ. «οἱ τότ' ἐόντες ἀοιδοί», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> (με τις προθέσεις <i>εκ</i> και <i>από</i>) [[έκτοτε]], <i>από [[τότε]] και [[ἔκτοτε]] ή <i>ἐκ [[τότε]] και <i>ἀπὸ [[τότε]]<br />από εκείνο το [[χρονικό]] [[σημείο]] και ύστερα, από [[εκείνη]] τη χρονική [[στιγμή]] και [[μετά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «[[ετότες]] ήταν οι καβούροι χλωροί» — λέγεται για ευτυχισμένη [[εποχή]] που έχει [[πλέον]] περάσει<br />
|mltxt=ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)[[τότενες]] Ν, και δωρ. τ. [[τόκα]] και αιολ. τ. τότα και [[τύτε]] Α<br /><b>1.</b> (συσχετικό [[προς]] το [[πότε]], [[οπότε]], <i>ὅτε</i>) <i>σ</i>' εκείνο το [[χρονικό]] [[σημείο]] του παρελθόντος ή του μέλλοντος, σ' [[εκείνη]] την [[περίσταση]] (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες [[χαρά]] [[μεγάλη]]», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «όταν έλθει, [[τότε]] θα του μιλήσω ανοιχτά» γ. «νῦν σφε προσαυδᾷς, τότ' ἀπωσάμενος», <b>Ευρ.</b><br />δ. «λέξεις καὶ [[τότε]] [[εἴσομαι]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως συμπερ.) σε τέτοια [[περίπτωση]], [[λοιπόν]] (α. «[[αφού]] δεν δέχεσαι, [[τότε]] θ' αλλάξω κι εγώ [[τακτική]]» β. «αν δεν μέ χρειάζεσαι, [[τότε]] να φύγω» γ. «ἀλλ' [[ὅμως]] δίκαιον [[τότε]] τούτοις, τοὺς μὲν πονηροὺς ὠφελεῖν, τοὺς δὲ ἀγαθοὺς βλάπτειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (με έναρθρο ουσ.) αυτός που ήταν εκείνον τον χρόνο, αυτός που υπήρχε [[εκείνη]] τη χρονική περίοδο ή [[στιγμή]] (α. «ο [[τότε]] [[πρωθυπουργός]] αρνήθηκε κατηγορηματικά» β. «ὁ [[τότε]] [[κόσμος]]», ΚΔ<br />γ. «οἱ τότ' ἐόντες ἀοιδοί», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> (με τις προθέσεις <i>εκ</i> και <i>από</i>) [[έκτοτε]], <i>από [[τότε]] και [[ἔκτοτε]] ή <i>ἐκ [[τότε]] και <i>ἀπὸ [[τότε]]<br />από εκείνο το [[χρονικό]] [[σημείο]] και ύστερα, από [[εκείνη]] τη χρονική [[στιγμή]] και [[μετά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «[[ετότες]] ήταν οι καβούροι χλωροί» — λέγεται για ευτυχισμένη [[εποχή]] που έχει [[πλέον]] περάσει<br />
|<b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευθύς]] ως, [[αμέσως]] [[μόλις]] («καὶ [[τότε]] τοὺς χρόνους ἀναμείνασα τοὺς ἐκ τῶν νόμων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (με άλλα μόρια ως επιδοτικό) α) <i>καὶ [[τότε]]<br />[[ακόμη]] και [[τότε]]<br />β) [[τότε]] δ</i>' <i>ἤδη</i><br />[[τότε]] [[πλέον]]<br />γ) <i>ἀλλὰ τότ</i>' <i>ἤδη</i><br />[[τότε]] επιτέλους<br /><b>3.</b> (σε [[απόδοση]]) ανταποκρίνεται με τα <i>ὅτε</i>, [[ὅταν]], [[ὁππότε]], <i>οππότεκεν</i>, <i>εἰ</i>, [[ἐπεί]] κε</i> κ.ά. (α. «[[τότε]] δωρεῑθ', ὅτ' οὐδὲ ἡ [[χάρις]] [[χάριν]] φέροι», <b>Σοφ.</b><br />β. «[[ὅταν]] δὲ τεύχῃ [[Ζεύς]]... [[οἶνον]], τότ' ἤδη ψῡχος», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «εἰς [[τότε]]» — ώς εκείνο το [[χρονικό]] [[σημείο]] (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. <i>το</i>-<i>τε</i>, συσχετικό τών <i>ὅτε</i>, [[ὁπότε]], [[πότε]], έχει σχηματιστεί από το θ. του οριστικού άρθρου (<b>πρβλ.</b> IE <i>tod</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>το</i>-, <i>τα</i>-, <i>τιο</i>-, <b>βλ. λ.</b> <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το</i>) με [[επίθημα]] -<i>te</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ότε</i> [Ι])].
|<b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευθύς]] ως, [[αμέσως]] [[μόλις]] («καὶ [[τότε]] τοὺς χρόνους ἀναμείνασα τοὺς ἐκ τῶν νόμων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (με άλλα μόρια ως επιδοτικό) α) <i>καὶ [[τότε]]<br />[[ακόμη]] και [[τότε]]<br />β) [[τότε]] δ</i>' <i>ἤδη</i><br />[[τότε]] [[πλέον]]<br />γ) <i>ἀλλὰ τότ</i>' <i>ἤδη</i><br />[[τότε]] επιτέλους<br /><b>3.</b> (σε [[απόδοση]]) ανταποκρίνεται με τα <i>ὅτε</i>, [[ὅταν]], [[ὁππότε]], <i>οππότεκεν</i>, <i>εἰ</i>, [[ἐπεί]] κε</i> κ.ά. (α. «[[τότε]] δωρεῖθ', ὅτ' οὐδὲ ἡ [[χάρις]] [[χάριν]] φέροι», <b>Σοφ.</b><br />β. «[[ὅταν]] δὲ τεύχῃ [[Ζεύς]]... [[οἶνον]], τότ' ἤδη ψῡχος», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «εἰς [[τότε]]» — ώς εκείνο το [[χρονικό]] [[σημείο]] (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. <i>το</i>-<i>τε</i>, συσχετικό τών <i>ὅτε</i>, [[ὁπότε]], [[πότε]], έχει σχηματιστεί από το θ. του οριστικού άρθρου (<b>πρβλ.</b> IE <i>tod</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>το</i>-, <i>τα</i>-, <i>τιο</i>-, <b>βλ. λ.</b> <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το</i>) με [[επίθημα]] -<i>te</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ότε</i> [Ι])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm