3,274,216
edits
m (Text replacement - "d’u" to "d'u") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(I)<br>o (ΑΜ [[ὄγκος]])<br><span class="bld">1.</span>ο χώρος που καταλαμβάνει ένα στερεό, υγρὁ, ἡ αέριο σώμα, σε αντιδιαστολή προς το κενό(ν)<br><span class="bld">2.</span>το ίδιο το σώμα που κατέχει έναν συγκεκριμένο χώρο, η [[μάζα]], η ύλη<br><span class="bld">3.</span>οι διαστάσεις ενός στερεού, υγρού ή αέριου σώματος που καταλαμβάνει έναν χώρο<br><span class="bld">4.</span>[[σωρός]], άθροισμα ομοειδών αντικειμένων που σχηματίζουν ένα [[εξόγκωμα]] («ἀνενείκαντες [[ἄνω]] ἐπὶ τὸν ὄγκον [[τῶν]] φρυγάνων», Ηρόδ.)<br><span class="bld">5.</span>μεγάλο [[μέγεθος]], [[μεγάλη]] ποσότητα, μεγάλο πλήθος («η [[διαδήλωση]] ήταν [[πρωτοφανής]] σε όγκο»)<br><span class="bld">6.</span>μτφ. το [[μέγεθος]], η [[ποσότητα]], η [[ένταση]] τού ήχου τής φωνής («ὁ [[ὄγκος]] τῆς [[φωνῆς]]» — το ποσόν, η ένταση τής φωνής, Αριστοτ.)<br><span class="bld">7.</span>μτφ. [[σπουδαιότητα]], [[σημαντικότητα]], [[κύρος]], [[βαρύτητα]] («ο όγκος τής επιστημονικής προσφοράς του»)<br>νεοελλ.<br><span class="bld">1.</span>ιατρ. α) [[κάθε]] εντοπισμένη [[διόγκωση]] ιστού άσχετα από την προέλευση, τη θέση ή τη σύνθεσή της<br><span class="bld">β)</span>μη φυσιολογική ανάπτυξη, άγνωστης αιτίας, νέου ιστού που προέρχεται από προϋπάρχοντα κύτταρα τού οργανισμού, δεν εξυπηρετεί συγκεκριμένη [[λειτουργία]] και χαρακτηρίζεται από τάση για αυτόνομη και απεριόριστη αύξηση, αλλ. νεόπλασμα<br><span class="bld">2.</span>γεωλ. [[μάζα]] πετρωμάτων, ορυκτών ή μεταλλευμάτων η οποία έχει [[τις]] τρεις διαστάσεις [[περίπου]] ίσες [[μεταξύ]] τους<br><span class="bld">3.</span>βοτ. ανώμαλο εντοπισμένο εξόγκωμα ξυλώδους ή σαρκώδους υφής, σφαιρικό ή άμορφο, με [[λεία]] ή μη επιφάνεια, το οποίο παράγεται από το φυτό ως απόκριση σε [[προσβολή]] από ένα παράσιτο, αλλ. κηκίδα<br><span class="bld">4.</span>μαθ. βασικό [[μέγεθος]] τών στερεών σωμάτων<br><span class="bld">5.</span>φρ. α) «ατομικός όγκος»<br>φυσ. ο [[λόγος]] τού ατομικού βάρους ενός στοιχείου προς την πυκνότητα του<br><span class="bld">β)</span>«[[γνήσιος]] όγκος»<br>ιατρ. όγκος που αποτελείται από μάζες ιστού οι οποίες αναπτύχθηκαν από προϋπάρχοντα κύτταρα τού οργανισμού<br><span class="bld">γ)</span>«γραμμομοριακός όγκος»<br>φυσ. ο όγκος που καταλαμβάνει το γραμμομόριο [[κάθε]] στοιχείου σε [[θερμοκρασία]] 0°C και πίεση 760 mm υδραργύρου<br><span class="bld">δ)</span>«ειδικός όγκος»<br>φυσ. ο όγκος μιας ουσίας ή οντότητας ανά μονάδα μάζας, ο οποίος λαμβάνεται με διαίρεση τού όγκου διά τής μάζας και εκφράζεται με μονάδες μήκους υψωμένες στην τρίτη δύναμη δια τής μονάδας τής μάζας και ο οποίος είναι το αντίστροφο τής πυκνότητας<br><span class="bld">ε)</span>«[[κακοήθης]] όγκος» ιατρ. όγκος που αποτελείται από μη φυσιολογικά ως προς το [[μέγεθος]], το σχήμα και τη [[δομή]] τους κύτταρα, χαρακτηρίζεται από ταχεία, διηθητική και καταστρεπτική ανάπτυξη, από μεταστάσεις και [[διασπορά]] του σε ολόκληρο το σώμα και οδηγεί, τελικά, στον θάνατο τού πάσχοντος αν δεν υπάρξει έγκαιρη και αποτελεσματική θεραπευτική αγωγή, αλλ. κακόηθες [[νεόπλασμα]] ή [[καρκίνος]]<br>στ) «[[καλοήθης]] όγκος»<br>ιατρ. όγκος ο οποίος αποτελείται από σχετικώς ώριμα αλλά κανονικώς αναπτυσσόμενα κύτταρα, που είναι όμοια ή [[σχεδόν]] όμοια με τα φυσιολογικά, δεν εισβάλλουν στους γύρω ιστούς, δεν παρουσιάζουν μετάσταση —αντίθετα, παραμένουν [[πάντοτε]] σε επαφή το ένα με το άλλο σε μία συμπαγή [[μάζα]], πράγμα που επιτρέπει την πλήρη χειρουργική εξαίρεση της— και δεν οδηγούν σε θάνατο τού οργανισμού<br><span class="bld">ζ)</span>«[[κρίσιμος]] όγκος»<br>φυσ. ο όγκος που κατέχει μια μονάδα τής μάζας, δηλ. ένα γραμμομόριο μιας ουσίας όταν βρίσκεται υπό την κρίσιμη [[θερμοκρασία]] και πίεση<br><span class="bld">η)</span>«[[μοριακός]] όγκος»<br>φυσ. ο όγκος που κατέχει ένα γραμμομόριο στερεού, υγρού ή αερίου, ο οποίος προκύπτει με τη διαίρεση τού μοριακού βάρους [[διά]] τής πυκνότητας<br><span class="bld">θ)</span>«όγκος φωνής»<br>(ηλεκτρ.) αδόκιμος όρος για την ένταση τού ήχου που παράγεται από [[μία]] ηλεκτρακουστική [[συσκευή]]<br>μσν.-αρχ.<br>[[μέγεθος]] ασυνήθιστο, [[παρά]] [[φύση]] [[μέγεθος]] («ὄγκου ἐμπληστέα καὶ πλήθους», Πλάτ.<br>αρχ.<br><span class="bld">1.</span>το σχήμα που έχει ή λαμβάνει ένα σώμα στον χώρο<br><span class="bld">2.</span>(για πόλεις) έκταση («σμικρὰς πόλεως [[ὄγκος]]», Πλάτ.)<br><span class="bld">3.</span>οίδημα, εξόγκωμα, πρήξιμο<br><span class="bld">4.</span>ιδιαίτερος [[τρόπος]] κτενίσματος, [[κατά]] τον οποίο τα μαλλιά πλέκονται στην [[κορυφή]] τής κεφαλής σαν κότσος ή σαν [[θύσανος]]<br><span class="bld">5.</span>στον πληθ. ὄγκοι<br><span class="bld">α)</span>σώματα, υλικές ουσίες<br><span class="bld">β)</span>πομπώδεις, αερώδεις διαστολές, κενές διογκώσεις<br><span class="bld">6.</span>το ανθρώπινο [[σώμα]] («τῆς χολῆς ἀναχεομένης [[εἰς]] τὸν ὄγκον», Ρούφ.)<br><span class="bld">7.</span>μτφ. α) [[ένταση]], [[μέγεθος]], [[έκταση]], [[ποσότητα]] (α. «ἔχθρας ὄγκον μέγαν ἐντίκτουσαι», Πλάτ.<br><span class="bld">β.</span>«θαυμαστὸν ὄγκον [[ἀράμενοι]] τοῦ μύθου» — αφού διογκώσαμε, αφού φουσκώσαμε τον μύθο σε θαυμαστό [[μέγεθος]], σε υπερβολική έκταση, Πλάτ.<br><span class="bld">γ.</span>«τοσοῦτον ὄγκον φροντίδων», Συνέσ.<br><span class="bld">δ.</span>«[[ὄγκος]] δόξης» — το [[μέγεθος]] τής [[δόξας]], η [[μεγάλη]] [[δόξα]], Αθήν.)<br><span class="bld">β)</span>η [[υπερηφάνεια]] ή η [[αλαζονεία]], η [[έπαρση]] που προέρχεται από κάτι (α. «[[ὄγκος]] ὀνόματος [[μητρῷος]]» — η υπερηφάνεια για το μεγάλο όνομα τής μητέρας, Σοφ.<br><span class="bld">β.</span>«ὁ [[τῶν]] ὑπεροπτικῶν [[ὄγκος]]» — η αλαζονεία, η έπαρση τών υπεροπτικών, Πλάτ.)<br><span class="bld">γ)</span>(για το λεκτικό ή το ύφος) η [[μεγαλοπρέπεια]], το ύψος ή, σε κακή σημ., το πομπώδες ύφος, ο [[στόμφος]] (α. «ὁ τοῦ ποιήματος [[ὄγκος]]», Αριστοτ.<br><span class="bld">β.</span>«[[ὄγκος]] τῆς λέξεως» — η [[μεγαλοπρέπεια]], το υψηλό ύφος τού λεκτικού, Αριστοτ.<br><span class="bld">γ.</span>«ὁ Αἰσχύλου [[ὄγκος]]» — το στομφώδες, το πομπώδες ύφος τού Αισχύλου, Πλούτ.)<br><span class="bld">δ)</span>[[κόπος]], [[βάρος]], ενόχληση ( | |mltxt=(I)<br>o (ΑΜ [[ὄγκος]])<br><span class="bld">1.</span>ο χώρος που καταλαμβάνει ένα στερεό, υγρὁ, ἡ αέριο σώμα, σε αντιδιαστολή προς το κενό(ν)<br><span class="bld">2.</span>το ίδιο το σώμα που κατέχει έναν συγκεκριμένο χώρο, η [[μάζα]], η ύλη<br><span class="bld">3.</span>οι διαστάσεις ενός στερεού, υγρού ή αέριου σώματος που καταλαμβάνει έναν χώρο<br><span class="bld">4.</span>[[σωρός]], άθροισμα ομοειδών αντικειμένων που σχηματίζουν ένα [[εξόγκωμα]] («ἀνενείκαντες [[ἄνω]] ἐπὶ τὸν ὄγκον [[τῶν]] φρυγάνων», Ηρόδ.)<br><span class="bld">5.</span>μεγάλο [[μέγεθος]], [[μεγάλη]] ποσότητα, μεγάλο πλήθος («η [[διαδήλωση]] ήταν [[πρωτοφανής]] σε όγκο»)<br><span class="bld">6.</span>μτφ. το [[μέγεθος]], η [[ποσότητα]], η [[ένταση]] τού ήχου τής φωνής («ὁ [[ὄγκος]] τῆς [[φωνῆς]]» — το ποσόν, η ένταση τής φωνής, Αριστοτ.)<br><span class="bld">7.</span>μτφ. [[σπουδαιότητα]], [[σημαντικότητα]], [[κύρος]], [[βαρύτητα]] («ο όγκος τής επιστημονικής προσφοράς του»)<br>νεοελλ.<br><span class="bld">1.</span>ιατρ. α) [[κάθε]] εντοπισμένη [[διόγκωση]] ιστού άσχετα από την προέλευση, τη θέση ή τη σύνθεσή της<br><span class="bld">β)</span>μη φυσιολογική ανάπτυξη, άγνωστης αιτίας, νέου ιστού που προέρχεται από προϋπάρχοντα κύτταρα τού οργανισμού, δεν εξυπηρετεί συγκεκριμένη [[λειτουργία]] και χαρακτηρίζεται από τάση για αυτόνομη και απεριόριστη αύξηση, αλλ. νεόπλασμα<br><span class="bld">2.</span>γεωλ. [[μάζα]] πετρωμάτων, ορυκτών ή μεταλλευμάτων η οποία έχει [[τις]] τρεις διαστάσεις [[περίπου]] ίσες [[μεταξύ]] τους<br><span class="bld">3.</span>βοτ. ανώμαλο εντοπισμένο εξόγκωμα ξυλώδους ή σαρκώδους υφής, σφαιρικό ή άμορφο, με [[λεία]] ή μη επιφάνεια, το οποίο παράγεται από το φυτό ως απόκριση σε [[προσβολή]] από ένα παράσιτο, αλλ. κηκίδα<br><span class="bld">4.</span>μαθ. βασικό [[μέγεθος]] τών στερεών σωμάτων<br><span class="bld">5.</span>φρ. α) «ατομικός όγκος»<br>φυσ. ο [[λόγος]] τού ατομικού βάρους ενός στοιχείου προς την πυκνότητα του<br><span class="bld">β)</span>«[[γνήσιος]] όγκος»<br>ιατρ. όγκος που αποτελείται από μάζες ιστού οι οποίες αναπτύχθηκαν από προϋπάρχοντα κύτταρα τού οργανισμού<br><span class="bld">γ)</span>«γραμμομοριακός όγκος»<br>φυσ. ο όγκος που καταλαμβάνει το γραμμομόριο [[κάθε]] στοιχείου σε [[θερμοκρασία]] 0°C και πίεση 760 mm υδραργύρου<br><span class="bld">δ)</span>«ειδικός όγκος»<br>φυσ. ο όγκος μιας ουσίας ή οντότητας ανά μονάδα μάζας, ο οποίος λαμβάνεται με διαίρεση τού όγκου διά τής μάζας και εκφράζεται με μονάδες μήκους υψωμένες στην τρίτη δύναμη δια τής μονάδας τής μάζας και ο οποίος είναι το αντίστροφο τής πυκνότητας<br><span class="bld">ε)</span>«[[κακοήθης]] όγκος» ιατρ. όγκος που αποτελείται από μη φυσιολογικά ως προς το [[μέγεθος]], το σχήμα και τη [[δομή]] τους κύτταρα, χαρακτηρίζεται από ταχεία, διηθητική και καταστρεπτική ανάπτυξη, από μεταστάσεις και [[διασπορά]] του σε ολόκληρο το σώμα και οδηγεί, τελικά, στον θάνατο τού πάσχοντος αν δεν υπάρξει έγκαιρη και αποτελεσματική θεραπευτική αγωγή, αλλ. κακόηθες [[νεόπλασμα]] ή [[καρκίνος]]<br>στ) «[[καλοήθης]] όγκος»<br>ιατρ. όγκος ο οποίος αποτελείται από σχετικώς ώριμα αλλά κανονικώς αναπτυσσόμενα κύτταρα, που είναι όμοια ή [[σχεδόν]] όμοια με τα φυσιολογικά, δεν εισβάλλουν στους γύρω ιστούς, δεν παρουσιάζουν μετάσταση —αντίθετα, παραμένουν [[πάντοτε]] σε επαφή το ένα με το άλλο σε μία συμπαγή [[μάζα]], πράγμα που επιτρέπει την πλήρη χειρουργική εξαίρεση της— και δεν οδηγούν σε θάνατο τού οργανισμού<br><span class="bld">ζ)</span>«[[κρίσιμος]] όγκος»<br>φυσ. ο όγκος που κατέχει μια μονάδα τής μάζας, δηλ. ένα γραμμομόριο μιας ουσίας όταν βρίσκεται υπό την κρίσιμη [[θερμοκρασία]] και πίεση<br><span class="bld">η)</span>«[[μοριακός]] όγκος»<br>φυσ. ο όγκος που κατέχει ένα γραμμομόριο στερεού, υγρού ή αερίου, ο οποίος προκύπτει με τη διαίρεση τού μοριακού βάρους [[διά]] τής πυκνότητας<br><span class="bld">θ)</span>«όγκος φωνής»<br>(ηλεκτρ.) αδόκιμος όρος για την ένταση τού ήχου που παράγεται από [[μία]] ηλεκτρακουστική [[συσκευή]]<br>μσν.-αρχ.<br>[[μέγεθος]] ασυνήθιστο, [[παρά]] [[φύση]] [[μέγεθος]] («ὄγκου ἐμπληστέα καὶ πλήθους», Πλάτ.<br>αρχ.<br><span class="bld">1.</span>το σχήμα που έχει ή λαμβάνει ένα σώμα στον χώρο<br><span class="bld">2.</span>(για πόλεις) έκταση («σμικρὰς πόλεως [[ὄγκος]]», Πλάτ.)<br><span class="bld">3.</span>οίδημα, εξόγκωμα, πρήξιμο<br><span class="bld">4.</span>ιδιαίτερος [[τρόπος]] κτενίσματος, [[κατά]] τον οποίο τα μαλλιά πλέκονται στην [[κορυφή]] τής κεφαλής σαν κότσος ή σαν [[θύσανος]]<br><span class="bld">5.</span>στον πληθ. ὄγκοι<br><span class="bld">α)</span>σώματα, υλικές ουσίες<br><span class="bld">β)</span>πομπώδεις, αερώδεις διαστολές, κενές διογκώσεις<br><span class="bld">6.</span>το ανθρώπινο [[σώμα]] («τῆς χολῆς ἀναχεομένης [[εἰς]] τὸν ὄγκον», Ρούφ.)<br><span class="bld">7.</span>μτφ. α) [[ένταση]], [[μέγεθος]], [[έκταση]], [[ποσότητα]] (α. «ἔχθρας ὄγκον μέγαν ἐντίκτουσαι», Πλάτ.<br><span class="bld">β.</span>«θαυμαστὸν ὄγκον [[ἀράμενοι]] τοῦ μύθου» — αφού διογκώσαμε, αφού φουσκώσαμε τον μύθο σε θαυμαστό [[μέγεθος]], σε υπερβολική έκταση, Πλάτ.<br><span class="bld">γ.</span>«τοσοῦτον ὄγκον φροντίδων», Συνέσ.<br><span class="bld">δ.</span>«[[ὄγκος]] δόξης» — το [[μέγεθος]] τής [[δόξας]], η [[μεγάλη]] [[δόξα]], Αθήν.)<br><span class="bld">β)</span>η [[υπερηφάνεια]] ή η [[αλαζονεία]], η [[έπαρση]] που προέρχεται από κάτι (α. «[[ὄγκος]] ὀνόματος [[μητρῷος]]» — η υπερηφάνεια για το μεγάλο όνομα τής μητέρας, Σοφ.<br><span class="bld">β.</span>«ὁ [[τῶν]] ὑπεροπτικῶν [[ὄγκος]]» — η αλαζονεία, η έπαρση τών υπεροπτικών, Πλάτ.)<br><span class="bld">γ)</span>(για το λεκτικό ή το ύφος) η [[μεγαλοπρέπεια]], το ύψος ή, σε κακή σημ., το πομπώδες ύφος, ο [[στόμφος]] (α. «ὁ τοῦ ποιήματος [[ὄγκος]]», Αριστοτ.<br><span class="bld">β.</span>«[[ὄγκος]] τῆς λέξεως» — η [[μεγαλοπρέπεια]], το υψηλό ύφος τού λεκτικού, Αριστοτ.<br><span class="bld">γ.</span>«ὁ Αἰσχύλου [[ὄγκος]]» — το στομφώδες, το πομπώδες ύφος τού Αισχύλου, Πλούτ.)<br><span class="bld">δ)</span>[[κόπος]], [[βάρος]], ενόχληση («βραχεῖ [[σύν]] ὄγκῳ καὶ χρόνῳ [[διασκεδῶ]]» Σοφ.)<br><span class="bld">8.</span>(φιλοσ.) (ως όρος τής φυσικής) άτομο, μόριο, [[μάζα]], σώμα<br><span class="bld">9.</span>(στη [[φυσιολογία]] τών μεθοδικών) μόριο («ὄγκοι καὶ πόροι» — μόρια και πόροι, Γαλην.)<br><span class="bld">10.</span> φρ. «γαστρὸς [[ὄγκος]]» — η διόγκωση τῆς κοιλιάς από το έμβρυο που υπάρχει στη [[μήτρα]] (Ευρ.).<br>[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. [[ὄγκος]] μπορεί να αναχθεί είτε στη δισύλλαβη ρίζα ενεκ- ([[πρβλ]]. [[ἐνεγκεῖν]], [[ἐνήνοχα]], αόρ. και παρακμ. τού [[φέρω]]) με ετεροιωμένο το πρώτο φωνήεν και μηδενισμένο το δεύτερο είτε στην ετεροιωμένη βαθμίδα της μονοσύλλαβης ρίζας *enk- (βλ. λ. ενεγκείν).<br>ΠΑΡ. [[ογκώδης]] (Ι), [[ογκώ]] ([[ογκώνω]])<br>αρχ.<br>[[ογκηρός]], ογκίαι, [[ογκύλον]]<br>νεοελλ.<br>[[ογκίδιο]] (Ι).<br>ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) [[ογκοειδής]]<br>αρχ.<br>[[ογκοπελεθίαν]], [[ογκοποιώ]], [[ογκόφωνος]]<br>μσν.<br>[[ογκόμασθος]], [[ογκόμματος]]<br>νεοελλ.<br>[[ογκογράφος]], [[ογκόλιθος]], [[ογκολογία]], [[ογκομετρία]], [[ογκόμετρο]], [[ογκόπαγος]], [[ογκόσφαιρα]]. (Β' συνθετικό) [[υπέρογκος]]<br>αρχ.<br>[[άογκος]], [[δύσογκος]], [[ένογκος]], [[έξογκος]], [[έπογκος]], [[εύογκος]], [[ίσογκος]], [[κάτογκος]], [[περίογκος]]].<br><br>(II)<br>[[ὄγκος]], ὁ (Α)<br><span class="bld">1.</span>[[αιχμή]] βέλους<br><span class="bld">2.</span>στον πληθ. οἱ ὄγκοι<br>καθένα από τα προεξέχοντα αγκιστρωτά πλάγια άκρα τής αιχμής βέλους<br><span class="bld">3.</span>[[κάθε]] [[γωνία]], [[κύρτωμα]], αγκώνας<br><span class="bld">4.</span>φρ. «οἱ τῆς νεὼς ὄγκοι» — στηρίγματα [[κάτω]] από καθεμιά από [[τις]] πλευρές πλοίου.<br>[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *onk- ([[πρβλ]]. [[ἄγω]]: [[ὄγμος]]) τής ΙΕ ρίζας *ank- «[[κάμπτω]], [[κλίνω]]» ([[πρβλ]]. [[αγκών]], [[αγκύλος]], [[αγκάλη]], [[άγκυρα]]<br>βλ. λ. αγκ-) και αντιστοιχεί με λατ. [[uncus]] «[[άγκιστρο]], [[αγκύλος]]» (< *oncus)]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |