φρίσσω: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 45: Line 45:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':fr⋯ssw 弗里所<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':戰慓<br />'''字義溯源''':毛髮豎立^,寒慓,搖動,戰驚<br />'''出現次數''':總共(1);雅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 戰驚(1) 雅2:19
|sngr='''原文音譯''':fr⋯ssw 弗里所<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':戰慓<br />'''字義溯源''':毛髮豎立^,寒慓,搖動,戰驚<br />'''出現次數''':總共(1);雅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 戰驚(1) 雅2:19
}}
{{mantoulidis
|mantxt=καί ἀττ. [[φρίττω]] (=ἀναταράζομαι, ἀνατριχιάζω). Ἀπό ρίζα φρικ-. Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τή ρίζα ϝριγ τοῦ ριγῶ. Θέμα φρικ+j+ω → φρίττ(σσ)ω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[φρίξ]] -φρικός, [[φρίκη]], [[φρικαλέος]], [[φρικιάω]], [[φρικίασις]], [[φρικτός]], [[φρικώδης]], [[φρικωδία]], [[φριξός]], Φρῖξος (=[[θεός]] ἤ δαίμονας τοῦ τρόμου), [[φρῖκος]], τό (=[[φρίκη]]), [[φρικτοβόας]] (=αὐτός πού φωνάζει φρικτά).
}}
}}