σχοινοβάτης: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
(CSV import)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σχοινο-βᾰ́της, ου, ὁ, [[βαίνω]]<br />a [[rope]]-[[dancer]], [[schoenobates]] in Juven.
|mdlsjtxt=σχοινο-βᾰ́της, ου, ὁ, [[βαίνω]]<br />a [[rope]]-[[dancer]], [[schoenobates]] in Juven.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[σχοῖνος]] (=βοῦρλο, καλάμι, σχοινί) + [[βαίνω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ [[σχοῖνος]]: [[σχοίνινος]], [[σχοινίον]], [[σχοινίζω]] (=[[καθαρίζω]] με ὀδοντογλυφίδα), [[σχοίνισμα]] (=[[μέρος]] γῆς, μερίδιο), [[σχοινισμός]].
}}
}}