Anonymous

σχοινοβάτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+), " to "$1$2, $3, "
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+), " to "$1, , ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[σχοῖνος]] (=βοῦρλο, καλάμι, σχοινί) + [[βαίνω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ [[σχοῖνος]]: [[σχοίνινος]], [[σχοινίον]], [[σχοινίζω]] (=[[καθαρίζω]] με ὀδοντογλυφίδα), [[σχοίνισμα]] (=[[μέρος]] γῆς, μερίδιο), [[σχοινισμός]].
|mantxt=Ἀπό τό [[σχοῖνος]] (=[[βοῦρλο]], [[καλάμι]], σχοινί) + [[βαίνω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ [[σχοῖνος]]: [[σχοίνινος]], [[σχοινίον]], [[σχοινίζω]] (=[[καθαρίζω]] με ὀδοντογλυφίδα), [[σχοίνισμα]] (=[[μέρος]] γῆς, μερίδιο), [[σχοινισμός]].
}}
}}