βαυκαλίζω: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
(CSV import)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[βαυκαλίζω]])<br />[[νανουρίζω]], [[αποκοιμίζω]] σιγοτραγουδώντας μονότονα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποκοιμίζω]] ή [[καθησυχάζω]] κάποιον με απατηλές υποσχέσεις<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[μένω]] [[ήσυχος]] ξεγελώντας τον εαυτό μου με αβάσιμες ελπίδες και ψεύτικες υποσχέσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[βαυκαλώ]]].
|mltxt=(AM [[βαυκαλίζω]])<br />[[νανουρίζω]], [[αποκοιμίζω]] σιγοτραγουδώντας μονότονα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποκοιμίζω]] ή [[καθησυχάζω]] κάποιον με απατηλές υποσχέσεις<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[μένω]] [[ήσυχος]] ξεγελώντας τον εαυτό μου με αβάσιμες ελπίδες και ψεύτικες υποσχέσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[βαυκαλώ]]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κοιμίζω]], νανουρίζω) καί [[βαυκαλάω]]. Εἶναι λέξη ἠχοποιημένη ἀπό τό βαυ-βαυ, [[φωνή]] τῆς τροφοῦ γιά νά νανουρίσει τό μωρό. Ἀπό ἐδῶ: [[βαυκάλημα]] (=νανούρισμα).
}}
}}