βαυκαλίζω
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
English (LSJ)
= βαυκαλάω, lull, lull to sleep, AB85, Hsch.
Spanish (DGE)
arrullar a un niño para dormirlo, Hsch., AB 85.28.
German (Pape)
[Seite 439] = βαυκαλάω, B. A. 85.
Greek Monolingual
(AM βαυκαλίζω)
νανουρίζω, αποκοιμίζω σιγοτραγουδώντας μονότονα
νεοελλ.
1. αποκοιμίζω ή καθησυχάζω κάποιον με απατηλές υποσχέσεις
2. (-ομαι) μένω ήσυχος ξεγελώντας τον εαυτό μου με αβάσιμες ελπίδες και ψεύτικες υποσχέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του βαυκαλώ].
Mantoulidis Etymological
(=κοιμίζω, νανουρίζω) καί βαυκαλάω. Εἶναι λέξη ἠχοποιημένη ἀπό τό βαυ-βαυ, φωνή τῆς τροφοῦ γιά νά νανουρίσει τό μωρό. Ἀπό ἐδῶ: βαυκάλημα (=νανούρισμα).
Translations
lull to sleep
Bulgarian: успокоявам, приспивам; Chinese Mandarin: 催眠; Czech: ukolébat; Dutch: kalmeren, in slaap wiegen; Finnish: tuudittaa; French: apaiser, bercer, calmer; Galician: arrolar, acalentar; German: beruhigen; Greek: νανουρίζω; Ancient Greek: βαυβαλίζω, βαυκαλάω, βαυκαλίζω; Hungarian: elringat; Ido: dormigar; Italian: fare la ninna nanna, fare addormentare, indurre al sonno, cullare, ninnare; Kabuverdianu: nbala; Maori: whakanā, whakanewha, oriori; Mapudungun: zikukeñen; Old English: swefian; Persian: لالا کردن; Piedmontese: niné; Polish: lulać; Portuguese: embalar; Russian: убаюкивать, убаюкать, успокаивать, успокоить, усыплять, усыпить; Serbo-Croatian: uljuljkan, miran; Spanish: arrullar, adormecer; Swedish: vyssja, lulla, vagga; Thai: กล่อม; Turkish: yatıştırmak