ἱδρόω: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἶδος]] [This Verb, like its oppos. [[ῥιγόω]], is [[contracted]] epic [[into]] ω and ωι [[instead]] of ου and οι, [[part]]. fem. ἱδρῶσα Il., lengthd. ἱδρώουσα, masc. acc. ἱδρώοντα, -οντας; but in Xen. we [[find]] ἱδροῦντι, not ἱδρῶντι.]<br />to [[sweat]], [[perspire]], Hom. (esp. in Il.); ἵππους ὑπὸ ζυγοῦ ἱδρώοντας Od.; ἱδρώσει [[τελαμών]] it shall [[reek]] with [[sweat]], Il.; c. acc. cogn., ἱδρῶθ' ὃν ἵδρωσα Il.
|mdlsjtxt=[[ἶδος]] [This Verb, like its oppos. [[ῥιγόω]], is [[contracted]] epic [[into]] ω and ωι [[instead]] of ου and οι, [[part]]. fem. ἱδρῶσα Il., lengthd. ἱδρώουσα, masc. acc. ἱδρώοντα, -οντας; but in Xen. we [[find]] ἱδροῦντι, not ἱδρῶντι.]<br />to [[sweat]], [[perspire]], Hom. (esp. in Il.); ἵππους ὑπὸ ζυγοῦ ἱδρώοντας Od.; ἱδρώσει [[τελαμών]] it shall [[reek]] with [[sweat]], Il.; c. acc. cogn., ἱδρῶθ' ὃν ἵδρωσα Il.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=-ῶ (=ἱδρώνω). Ἀπό τό [[ἱδρώς]] -ῶτος. Ἀρχική ρίζα: σϝιδ-, ϝιδ-, ἀπό ὅπου καί τό [[ἰδίω]], [[ἶδος]], [[ὕδωρ]], [[ὕω]]. (Λατιν. [[sudo]], τό s ἔγινε δασεία).<br><b>Παράγωγα:</b> ἴδρωμα, [[ἵδρωσις]], [[ἐφίδρωσις]], [[ἵδρωα]] ἤ ἱδρῶα, τά (=καλοκαιρινά ἐξανθήματα), [[ἱδρώεις]], [[ἱδρωτήριον]], [[ἱδρωτικός]], [[ἀνίδρωτος]], [[ἀνιδρωτί]].
}}
}}