ἐκσαλεύω: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
(CSV import)
Line 18: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκσαλεύω''': [[σαλεύω]] τι ἐκ τῆς θέσεως [[αὐτοῦ]], [[ἐκβάλλω]], «ἐκσάλευσον αὐτό· ἐξένεγκον» Σουΐδ., πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 1028, διάφ. γρ. [[ἐκσκαλεύω]].
|lstext='''ἐκσαλεύω''': [[σαλεύω]] τι ἐκ τῆς θέσεως [[αὐτοῦ]], [[ἐκβάλλω]], «ἐκσάλευσον αὐτό· ἐξένεγκον» Σουΐδ., πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 1028, διάφ. γρ. [[ἐκσκαλεύω]].
}}
{{elmes
|esmgtx=[[agitar violentamente]] como acción de la divinidad ὁ μέγιστος δαίμων Ἰαὼ Σαβαώ ... ἐν τῷ οὐρανῷ θεὸς ὁ μονογενής, ὁ ἐκσαλεύων τὸν βυθόν <b class="b3">el supremo demon Iao Sabaot, en el cielo dios unigénito, el que agita violentamente el abismo</b> P XV 16
}}
}}