συρίζω: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
(CSV import)
Line 39: Line 39:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=ἤ [[συρίττω]] (=[[παίζω]] αὐλό, σφυρίζω). Ἀπό τό [[σῦριγξ]] -ιγγος πού εἶναι ἠχοποίητη λέξη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[συρίγγιον]] (ὑποκορ.), [[σύριγμα]], [[συριγμός]], [[σύρισμα]], [[συρικτής]], [[συρικτήρ]], [[συριστής]], [[συριστική]] (ἐνν. [[τέχνη]]).
|mantxt=ἤ [[συρίττω]] (=[[παίζω]] αὐλό, σφυρίζω). Ἀπό τό [[σῦριγξ]] -ιγγος πού εἶναι ἠχοποίητη λέξη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[συρίγγιον]] (ὑποκορ.), [[σύριγμα]], [[συριγμός]], [[σύρισμα]], [[συρικτής]], [[συρικτήρ]], [[συριστής]], [[συριστική]] (ἐνν. [[τέχνη]]).
}}
{{elmes
|esmgtx=[[silbar]] ιβʹ ἡμέρας συρίσας τρίς <b class="b3">silba durante doce días tres veces</b> P XIII 292 c. ac. int. ἔπειτα σύρισον μακρὸν συριγμόν, ἔπειτα πόπυσον λέγων <b class="b3">después da un gran silbido, luego, chasquea los labios diciendo</b> P IV 561 P IV 578 P XIII 88 P XIII 602
}}
}}