οἴγω: Difference between revisions

39 bytes added ,  24 November 2022
m
pape replacement
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἴγω:''' [[οἴγνυμι]], σε Ανθ.· μέλ. [[οἴξω]], αόρ. αʹ [[ᾦξα]], επίσης Επικ. [[ὤϊξα]] — Παθ., Επικ. γʹ πληθ. παρατ. <i>ὠΐγνυντο</i>, αόρ. αʹ <i>ὠΐχθην</i>· [[ανοίγω]], [[ὤϊξα]] θύρας, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., <i>ᾦξε γέροντι</i>, άνοιξε την πόρτα στον ηλικιωμένο άντρα, στο ίδ.· ([[οἶνον]]) [[ὤϊξεν]] [[ταμίη]], άνοιξε το [[κρασί]] διαπερνώντας το [[πώμα]] του, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸς φίλους οἴγειν [[στόμα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''οἴγω:''' [[οἴγνυμι]], σε Ανθ.· μέλ. [[οἴξω]], αόρ. αʹ [[ᾦξα]], επίσης Επικ. [[ὤϊξα]] — Παθ., Επικ. γʹ πληθ. παρατ. <i>ὠΐγνυντο</i>, αόρ. αʹ <i>ὠΐχθην</i>· [[ανοίγω]], [[ὤϊξα]] θύρας, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., <i>ᾦξε γέροντι</i>, άνοιξε την πόρτα στον ηλικιωμένο άντρα, στο ίδ.· ([[οἶνον]]) [[ὤϊξεν]] [[ταμίη]], άνοιξε το [[κρασί]] διαπερνώντας το [[πώμα]] του, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸς φίλους οἴγειν [[στόμα]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[open]], ὤιξα θύρας Il.: absol., ὦιξε γέροντι he opened the [[door]] to the old man, Il.; [[οἶνον]] ὤιξεν [[ταμίη]] she broached the [[wine]], Od.; πρὸς φίλους οἴγειν [[στόμα]] Aesch.
|mdlsjtxt=<br />to [[open]], ὤιξα θύρας Il.: absol., ὦιξε γέροντι he opened the [[door]] to the old man, Il.; [[οἶνον]] ὤιξεν [[ταμίη]] she broached the [[wine]], Od.; πρὸς φίλους οἴγειν [[στόμα]] Aesch.
}}
{{pape
|ptext== [[οἴγνυμι]].
}}
}}