κατάρριζος: Difference between revisions

m
pape replacement
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κατάριζος]], -η, -ο (AM [[κατάρριζος]], -ον)<br />(για φυτά) αυτός που έχει πολλές και μεγάλες ρίζες οι οποίες εισχωρούν [[βαθιά]] στη γη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάρριζα</i> και <i>κατάριζα</i> (Μ κατάρριζα)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> από τη [[ρίζα]], [[σύρριζα]]<br /><b>2.</b> στη [[ρίζα]] του βουνού, στη [[βάση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δίπλα]] στη [[ρίζα]].
|mltxt=και [[κατάριζος]], -η, -ο (AM [[κατάρριζος]], -ον)<br />(για φυτά) αυτός που έχει πολλές και μεγάλες ρίζες οι οποίες εισχωρούν [[βαθιά]] στη γη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάρριζα</i> και <i>κατάριζα</i> (Μ κατάρριζα)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> από τη [[ρίζα]], [[σύρριζα]]<br /><b>2.</b> στη [[ρίζα]] του βουνού, στη [[βάση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δίπλα]] στη [[ρίζα]].
}}
{{pape
|ptext=<i>mit [[Wurzeln]] [[versehen]], [[eingewurzelt]]</i>, Theophr.
}}
}}