κατάρριζος
From LSJ
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
English (LSJ)
κατάρριζον, having roots below, Thphr. HP 1.6.8.
Greek (Liddell-Scott)
κατάρριζος: -ον, πλήρης ῥιζῶν, καλῶς ἐρριζωμένος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 8.
Greek Monolingual
και κατάριζος, -η, -ο (AM κατάρριζος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει πολλές και μεγάλες ρίζες οι οποίες εισχωρούν βαθιά στη γη.
επίρρ...
κατάρριζα και κατάριζα (Μ κατάρριζα)
νεοελλ.
1. από τη ρίζα, σύρριζα
2. στη ρίζα του βουνού, στη βάση
μσν.
δίπλα στη ρίζα.
German (Pape)
mit Wurzeln versehen, eingewurzelt, Theophr.