3,274,216
edits
mNo edit summary |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[συντακτικός]], -ή, -όν, ΝΑ, και συνταχτικός Ν [[συντάσσω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σύνταξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σύνταγμα]] μιας χώρας<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[συντακτικό]]<br /><b>γραμμ.</b> το [[μέρος]] της γραμματικής που πραγματεύεται τους κανόνες σύνταξης μιας γλώσσας<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η συντακτική</i><br /><b>γλωσσ.</b> [[άλλος]] όρος που χρησιμοποιείται για τη [[σύνταξη]], έναν από τους [[τρεις]] κλάδους της σημειολογίας, [[κατά]] τον Τσαρλς Μόρις<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «συντακτικές πράξεις» — πράξεις που εκδίδονται από την εκτελεστική [[εξουσία]] ενός κράτους με δική της [[ευθύνη]] και με τις οποίες τροποποιείται ή καταργείται [[διάταξη]] του συντάγματος<br />β) «συντακτική [[εξουσία]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[εξουσία]] που σχετίζεται με τη [[γένεση]] και την [[παραγωγή]] ενός συντάγματος ως βάσης και πλαισίου οργάνωσης της πολιτείας<br />γ) «συντακτική [[συνέλευση]]» — εθνική [[συνέλευση]] η οποία καταρτίζει και ψηφίζει το νέο [[σύνταγμα]] μιας πολιτείας<br />δ) «[[συντακτικός]] [[τύπος]]»<br /><b>χημ.</b> γραφική [[απεικόνιση]] του τρόπου σύμφωνα με τον οποίο τα άτομα μιας χημικής ένωσης συνδέονται [[μεταξύ]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αποχαιρετισμό, σε αποχωρισμό<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[συντακτικός]]<br />α) (ενν. [[λόγος]]) αποχαιρετιστήριος [[λόγος]]<br />β) (στην αρχ. Αίγυπτο) [[υπάλληλος]] του οποίου [[έργο]] ήταν η [[κατάταξη]] τών πολιτῶν σε τάξεις<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ συντακτική</i><br />(ενν. <i>ρήσις</i> ή [[λαλιά]]) αποχαιρετιστήρια [[ομιλία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συντακτικώς</i> και <i>συντακτικά</i> Ν<br />σύμφωνα με τους κανόνες του συντακτικού. | |mltxt=-ή, -ό / [[συντακτικός]], -ή, -όν, ΝΑ, και συνταχτικός Ν [[συντάσσω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σύνταξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σύνταγμα]] μιας χώρας<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[συντακτικό]]<br /><b>γραμμ.</b> το [[μέρος]] της γραμματικής που πραγματεύεται τους κανόνες σύνταξης μιας γλώσσας<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η συντακτική</i><br /><b>γλωσσ.</b> [[άλλος]] όρος που χρησιμοποιείται για τη [[σύνταξη]], έναν από τους [[τρεις]] κλάδους της σημειολογίας, [[κατά]] τον Τσαρλς Μόρις<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «συντακτικές πράξεις» — πράξεις που εκδίδονται από την εκτελεστική [[εξουσία]] ενός κράτους με δική της [[ευθύνη]] και με τις οποίες τροποποιείται ή καταργείται [[διάταξη]] του συντάγματος<br />β) «συντακτική [[εξουσία]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[εξουσία]] που σχετίζεται με τη [[γένεση]] και την [[παραγωγή]] ενός συντάγματος ως βάσης και πλαισίου οργάνωσης της πολιτείας<br />γ) «συντακτική [[συνέλευση]]» — εθνική [[συνέλευση]] η οποία καταρτίζει και ψηφίζει το νέο [[σύνταγμα]] μιας πολιτείας<br />δ) «[[συντακτικός]] [[τύπος]]»<br /><b>χημ.</b> γραφική [[απεικόνιση]] του τρόπου σύμφωνα με τον οποίο τα άτομα μιας χημικής ένωσης συνδέονται [[μεταξύ]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αποχαιρετισμό, σε αποχωρισμό<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[συντακτικός]]<br />α) (ενν. [[λόγος]]) αποχαιρετιστήριος [[λόγος]]<br />β) (στην αρχ. Αίγυπτο) [[υπάλληλος]] του οποίου [[έργο]] ήταν η [[κατάταξη]] τών πολιτῶν σε τάξεις<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ συντακτική</i><br />(ενν. <i>ρήσις</i> ή [[λαλιά]]) αποχαιρετιστήρια [[ομιλία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συντακτικώς</i> και <i>συντακτικά</i> Ν<br />σύμφωνα με τους κανόνες του συντακτικού. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ή, όν,<br><b class="num">1</b> <i>[[zusammenordnend]], -[[stellend]]</i>.<br><b class="num">2</b> vom pass. συντάσσομαι, <i>zum [[Abschiede]] [[gehörig]]</i>, [[λόγος]], <i>[[Abschiedsrede]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |