συντακτικός
Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut
English (LSJ)
συντακτική, συντακτικόν,
A putting together, composing, Theo Sm.p.12H., Suid.
II (συντάσσω IV) of or for departure, ὁ συντακτικός (sc. λόγος) or ἡ συντακτική (sc. ῥῆσις) a farewell speech, Men.Rh.pp.430,432 S., cf. Him.Ecl.11 tit.
III συντακτικός, ὁ, official in Egypt, classifier of soldiers, cleruchs, etc., into categories, PTeb.120.50 (i B.C.), cf. 191 (i B.C.), BGU1565.3 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
συντακτικός: -ή, -όν, (συντάσσω) ὁ συντάσσων, συνθέτων, Θέων Σμυρν. 15Β, Σουΐδ. ΙΙ. (συντάσσω IV), ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἀναχώρησιν, ὁ σ. (ἐξυπακ. λόγος), ἢ ἡ σ. (ἐξυπ. ῥῆσις), ἀποχαιρετιστικὸς λόγος, ὁμιλία, Ρήτορες (Walz) 9. 309, 313· σ. ὁμιλίαν παρέχειν Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 21· ― οὕτω συντακτήριος, ον, Φωτ. Βιβλ. 108, 14.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συντακτικός, -ή, -όν, ΝΑ, και συνταχτικός Ν συντάσσω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύνταξη
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνταγμα μιας χώρας
2. το ουδ. ως ουσ. το συντακτικό
γραμμ. το μέρος της γραμματικής που πραγματεύεται τους κανόνες σύνταξης μιας γλώσσας
3. το θηλ. ως ουσ. η συντακτική
γλωσσ. άλλος όρος που χρησιμοποιείται για τη σύνταξη, έναν από τους τρεις κλάδους της σημειολογίας, κατά τον Τσαρλς Μόρις
4. φρ. α) «συντακτικές πράξεις» — πράξεις που εκδίδονται από την εκτελεστική εξουσία ενός κράτους με δική της ευθύνη και με τις οποίες τροποποιείται ή καταργείται διάταξη του συντάγματος
β) «συντακτική εξουσία»
(νομ.) εξουσία που σχετίζεται με τη γένεση και την παραγωγή ενός συντάγματος ως βάσης και πλαισίου οργάνωσης της πολιτείας
γ) «συντακτική συνέλευση» — εθνική συνέλευση η οποία καταρτίζει και ψηφίζει το νέο σύνταγμα μιας πολιτείας
δ) «συντακτικός τύπος»
χημ. γραφική απεικόνιση του τρόπου σύμφωνα με τον οποίο τα άτομα μιας χημικής ένωσης συνδέονται μεταξύ τους
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αποχαιρετισμό, σε αποχωρισμό
2. το αρσ. ως ουσ. ο συντακτικός
α) (ενν. λόγος) αποχαιρετιστήριος λόγος
β) (στην αρχ. Αίγυπτο) υπάλληλος του οποίου έργο ήταν η κατάταξη τών πολιτῶν σε τάξεις
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ συντακτική
(ενν. ρήσις ή λαλιά) αποχαιρετιστήρια ομιλία.
επίρρ...
συντακτικώς και συντακτικά Ν
σύμφωνα με τους κανόνες του συντακτικού.
German (Pape)
ή, όν,
1 zusammenordnend, -stellend.
2 vom pass. συντάσσομαι, zum Abschiede gehörig, λόγος, Abschiedsrede, Sp.