3,274,216
edits
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ") |
|||
Line 59: | Line 59: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=ὁδηγῶ στή [[βοσκή]], τρέφομαι). Ἀπό ρίζα βοτ. Θέμα: βο + [[πρόσφυμα]] σκ + κατάληξη ω → βό+σκ+ω → [[βόσκω]]. Μέ μετάπτωση τό βο ἔγινε βω.<br><b>Παράγωγα:</b> [[βοσκή]], [[βόσκημα]], βοσκήματα (=θρεφτάρια), [[βόσκησις]], [[βοσκός]], [[βοσκητέον]], [[βοσκάς]] (=[[αὐτή]] πού τρέφεται), [[βοσκηματώδης]] (=[[κτηνώδης]]), [[βοτάνη]] (=χορτάρι), τά [[βοτάμια]] (=βοσκές), [[βοτήρ]] (=[[βοσκός]]), [[βοτόν]] (=[[κτῆνος]]), [[βόσις]] (=[[τροφή]]), [[αἰγίβοσις]], [[αἰγίβοσκος]], [[εὔβοτος]], [[μηλόβοτος]], [[αἰγίβοτος]], ἄβοτος (=[[χωρίς]] [[βοσκή]]), [[συβώτης]] (=[[χοιροβοσκός]]), [[βώτωρ]] (=[[βοσκός]]), [[βωτιάνειρα]] (=[[αὐτή]] πού τρέφει ἄντρες), [[ἱππόβοτος]]. | |mantxt=(=ὁδηγῶ στή [[βοσκή]], τρέφομαι). Ἀπό ρίζα βοτ. Θέμα: βο + [[πρόσφυμα]] σκ + κατάληξη ω → βό+σκ+ω → [[βόσκω]]. Μέ μετάπτωση τό βο ἔγινε βω.<br><b>Παράγωγα:</b> [[βοσκή]], [[βόσκημα]], βοσκήματα (=[[θρεφτάρια]]), [[βόσκησις]], [[βοσκός]], [[βοσκητέον]], [[βοσκάς]] (=[[αὐτή]] πού τρέφεται), [[βοσκηματώδης]] (=[[κτηνώδης]]), [[βοτάνη]] (=[[χορτάρι]]), τά [[βοτάμια]] (=[[βοσκές]]), [[βοτήρ]] (=[[βοσκός]]), [[βοτόν]] (=[[κτῆνος]]), [[βόσις]] (=[[τροφή]]), [[αἰγίβοσις]], [[αἰγίβοσκος]], [[εὔβοτος]], [[μηλόβοτος]], [[αἰγίβοτος]], ἄβοτος (=[[χωρίς]] [[βοσκή]]), [[συβώτης]] (=[[χοιροβοσκός]]), [[βώτωρ]] (=[[βοσκός]]), [[βωτιάνειρα]] (=[[αὐτή]] πού τρέφει ἄντρες), [[ἱππόβοτος]]. | ||
}} | }} |