3,274,216
edits
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=φροντίδα, ἄσκηση). Ἀπό τό [[μέλομαι]] (=[[φροντίζω]]), μέσ. τοῦ [[μέλω]] (=[[φροντίζω]] καί πιό συνηθισμένο σάν ἀπρόσωπο: [[μέλει]] μοί τινος [[μεταμέλει]] μοι = μετανοιώνω). Ἀπό ρίζα μελ- ἤ ἀπό μερτῆς λέξης [[μέριμνα]]. Παράγωγα τοῦ [[μέλω]]: [[μέλημα]], [[μελητέον]], [[μελέτη]], μελετῶ, [[μελέτημα]], [[μελετηρός]], [[μελετητέον]], [[μελετητήριον]], [[μελετητικός]], [[μελετητός]], [[μελέτωρ]] (=[[τιμωρός]]), [[μέλησις]], [[ἐπιμελής]], ἐπιμελοῦμαι, [[ἀμεταμέλητος]], [[ἀμελετησία]], [[μετάμελος]], [[μεταμέλεια]], [[μεμελημένως]], [[μεταμελητί]], [[μεταμελητός]], [[μελεδαίνω]] (=[[φροντίζω]]), [[μελέδημα]] (=φροντίδα), [[μελεδώνη]] (=φροντίδα). | |mantxt=(=φροντίδα, ἄσκηση). Ἀπό τό [[μέλομαι]] (=[[φροντίζω]]), μέσ. τοῦ [[μέλω]] (=[[φροντίζω]] καί πιό συνηθισμένο σάν ἀπρόσωπο: [[μέλει]] μοί τινος [[μεταμέλει]] μοι = μετανοιώνω). Ἀπό ρίζα μελ- ἤ ἀπό μερτῆς λέξης [[μέριμνα]]. Παράγωγα τοῦ [[μέλω]]: [[μέλημα]], [[μελητέον]], [[μελέτη]], μελετῶ, [[μελέτημα]], [[μελετηρός]], [[μελετητέον]], [[μελετητήριον]], [[μελετητικός]], [[μελετητός]], [[μελέτωρ]] (=[[τιμωρός]]), [[μέλησις]], [[ἐπιμελής]], ἐπιμελοῦμαι, [[ἀμεταμέλητος]], [[ἀμελετησία]], [[μετάμελος]], [[μεταμέλεια]], [[μεμελημένως]], [[μεταμελητί]], [[μεταμελητός]], [[μελεδαίνω]] (=[[φροντίζω]]), [[μελέδημα]] (=[[φροντίδα]]), [[μελεδώνη]] (=[[φροντίδα]]). | ||
}} | }} |