Anonymous

μελέτη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=φροντίδα, ἄσκηση). Ἀπό τό [[μέλομαι]] (=[[φροντίζω]]), μέσ. τοῦ [[μέλω]] (=[[φροντίζω]] καί πιό συνηθισμένο σάν ἀπρόσωπο: [[μέλει]] μοί τινος [[μεταμέλει]] μοι = μετανοιώνω). Ἀπό ρίζα μελ- ἤ ἀπό μερτῆς λέξης [[μέριμνα]]. Παράγωγα τοῦ [[μέλω]]: [[μέλημα]], [[μελητέον]], [[μελέτη]], μελετῶ, [[μελέτημα]], [[μελετηρός]], [[μελετητέον]], [[μελετητήριον]], [[μελετητικός]], [[μελετητός]], [[μελέτωρ]] (=[[τιμωρός]]), [[μέλησις]], [[ἐπιμελής]], ἐπιμελοῦμαι, [[ἀμεταμέλητος]], [[ἀμελετησία]], [[μετάμελος]], [[μεταμέλεια]], [[μεμελημένως]], [[μεταμελητί]], [[μεταμελητός]], [[μελεδαίνω]] (=[[φροντίζω]]), [[μελέδημα]] (=φροντίδα), [[μελεδώνη]] (=φροντίδα).
|mantxt=(=φροντίδα, ἄσκηση). Ἀπό τό [[μέλομαι]] (=[[φροντίζω]]), μέσ. τοῦ [[μέλω]] (=[[φροντίζω]] καί πιό συνηθισμένο σάν ἀπρόσωπο: [[μέλει]] μοί τινος [[μεταμέλει]] μοι = μετανοιώνω). Ἀπό ρίζα μελ- ἤ ἀπό μερτῆς λέξης [[μέριμνα]]. Παράγωγα τοῦ [[μέλω]]: [[μέλημα]], [[μελητέον]], [[μελέτη]], μελετῶ, [[μελέτημα]], [[μελετηρός]], [[μελετητέον]], [[μελετητήριον]], [[μελετητικός]], [[μελετητός]], [[μελέτωρ]] (=[[τιμωρός]]), [[μέλησις]], [[ἐπιμελής]], ἐπιμελοῦμαι, [[ἀμεταμέλητος]], [[ἀμελετησία]], [[μετάμελος]], [[μεταμέλεια]], [[μεμελημένως]], [[μεταμελητί]], [[μεταμελητός]], [[μελεδαίνω]] (=[[φροντίζω]]), [[μελέδημα]] (=[[φροντίδα]]), [[μελεδώνη]] (=[[φροντίδα]]).
}}
}}