3,274,159
edits
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ") |
|||
Line 53: | Line 53: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[γεμίζω]]). Θέματα: α) ἰσχυρό: πλημέ ἐνεστ. ἀναδιπλ. πικαί εὐφωνικό μ → πί-μ-πλημι (παρατ.: ἐνεπίμπλην, μελλ. πλήσω, ἀόρ.: [[ἔπλησα]]), β) ἀσθενές: πλᾰ-, γ) πλεμέ μετάπτωση, δ) μέ μετάθεση καί ἑτεροίωση τοῦ ε σέ ο πολκαί ε) πληθ. ἀπό ὅπου ὁ παθ. μέλλ. ([[πλησθήσομαι]]) καί παθ. ἀόρ. ([[ἐπλήσθην]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[πλῆθος]], [[πληθυντικός]], [[πληθύνω]], [[πληθύς]] (-ύος), [[πληθυσμός]], [[πληθύω]] (=εἶμαι γεμάτος ἀπό κάτι), [[πλήθω]] (=εἶμαι γεμάτος), [[πληθώρη]], [[πληθωρικός]], [[πλημμυρίς]], πλημμυρῶ, [[πλήρης]] (=γεμάτος), πληρῶ, [[πλήρωμα]], [[πλήρωσις]], [[πληρωτέον]], [[πληρωτής]], [[πληρούντως]] (=ἐντελῶς), [[ἀπλήρωτος]] (=ἀχόρταγος), [[πλῆσμα]], [[πλήσμη]], [[πλησμονή]] (=[[χορτασμός]]), [[ἄπληστος]], [[ἐμπληστέος]], [[πλέθρον]] (=ἔκταση γεμάτη), [[πλέως]] -α-ων (=γεμάτος), (ἀνά, ἔμ, σύμ)πλεως, [[ἄπλετος]] (=αὐτός πού ξεπερνᾶ τό μέτρο), [[ἀπέλεθρος]] (=[[ἀμέτρητος]]), [[πολύς]], [[πλείων]], [[πλεῖστος]], [[πλοῦτος]], πλουτῶ, [[πλούσιος]], [[πλουτίζω]], [[πλουτηρός]], [[Πλούτων]], [[πλεονάζω]], [[πληροφορῶ]], [[πλησίστιος]] (=μέ φουσκωμένα τά πανιά). | |mantxt=(=[[γεμίζω]]). Θέματα: α) ἰσχυρό: πλημέ ἐνεστ. ἀναδιπλ. πικαί εὐφωνικό μ → πί-μ-πλημι (παρατ.: ἐνεπίμπλην, μελλ. πλήσω, ἀόρ.: [[ἔπλησα]]), β) ἀσθενές: πλᾰ-, γ) πλεμέ μετάπτωση, δ) μέ μετάθεση καί ἑτεροίωση τοῦ ε σέ ο πολκαί ε) πληθ. ἀπό ὅπου ὁ παθ. μέλλ. ([[πλησθήσομαι]]) καί παθ. ἀόρ. ([[ἐπλήσθην]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[πλῆθος]], [[πληθυντικός]], [[πληθύνω]], [[πληθύς]] (-ύος), [[πληθυσμός]], [[πληθύω]] (=εἶμαι γεμάτος ἀπό κάτι), [[πλήθω]] (=εἶμαι γεμάτος), [[πληθώρη]], [[πληθωρικός]], [[πλημμυρίς]], πλημμυρῶ, [[πλήρης]] (=[[γεμάτος]]), πληρῶ, [[πλήρωμα]], [[πλήρωσις]], [[πληρωτέον]], [[πληρωτής]], [[πληρούντως]] (=[[ἐντελῶς]]), [[ἀπλήρωτος]] (=[[ἀχόρταγος]]), [[πλῆσμα]], [[πλήσμη]], [[πλησμονή]] (=[[χορτασμός]]), [[ἄπληστος]], [[ἐμπληστέος]], [[πλέθρον]] (=ἔκταση γεμάτη), [[πλέως]] -α-ων (=[[γεμάτος]]), (ἀνά, ἔμ, σύμ)πλεως, [[ἄπλετος]] (=αὐτός πού ξεπερνᾶ τό μέτρο), [[ἀπέλεθρος]] (=[[ἀμέτρητος]]), [[πολύς]], [[πλείων]], [[πλεῖστος]], [[πλοῦτος]], πλουτῶ, [[πλούσιος]], [[πλουτίζω]], [[πλουτηρός]], [[Πλούτων]], [[πλεονάζω]], [[πληροφορῶ]], [[πλησίστιος]] (=μέ φουσκωμένα τά πανιά). | ||
}} | }} | ||
{{elmes | {{elmes |