στενάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 47: Line 47:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Θαμιστικό τοῦ [[στένω]] (=βογγῶ). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[στέναγμα]], [[στεναγμός]], [[στενακτέον]], [[στενακτός]], [[ἀστένακτος]].
|mantxt=Θαμιστικό τοῦ [[στένω]] (=[[βογγῶ]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[στέναγμα]], [[στεναγμός]], [[στενακτέον]], [[στενακτός]], [[ἀστένακτος]].
}}
}}
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=[[gemir]] ἕλκυσαι ἔσω, πληροῦ καμμύων, μύκησαι, ὅσον δύνασαι, ἔπειτα στενάξας συριγμῷ ἀνταπόδος <b class="b3">toma aliento, llénate de aire cerrando los ojos, muge cuanto puedas y luego gime y devuelve el aire con un silbido</b> P XIII 945  
|esmgtx=[[gemir]] ἕλκυσαι ἔσω, πληροῦ καμμύων, μύκησαι, ὅσον δύνασαι, ἔπειτα στενάξας συριγμῷ ἀνταπόδος <b class="b3">toma aliento, llénate de aire cerrando los ojos, muge cuanto puedas y luego gime y devuelve el aire con un silbido</b> P XIII 945  
}}
}}