Anonymous

στενάζω: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
(CSV import)
(CSV import)
Line 48: Line 48:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Θαμιστικό τοῦ [[στένω]] (=βογγῶ). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[στέναγμα]], [[στεναγμός]], [[στενακτέον]], [[στενακτός]], [[ἀστένακτος]].
|mantxt=Θαμιστικό τοῦ [[στένω]] (=βογγῶ). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[στέναγμα]], [[στεναγμός]], [[στενακτέον]], [[στενακτός]], [[ἀστένακτος]].
}}
{{elmes
|esmgtx=[[gemir]] ἕλκυσαι ἔσω, πληροῦ καμμύων, μύκησαι, ὅσον δύνασαι, ἔπειτα στενάξας συριγμῷ ἀνταπόδος <b class="b3">toma aliento, llénate de aire cerrando los ojos, muge cuanto puedas y luego gime y devuelve el aire con un silbido</b> P XIII 945
}}
}}